ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Μέρος A 1821 έως 1898

 Μέρος A 1821 έως 189
Με το όνομα Κρητικό Ζήτημα αναφέρονταν όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την Κρήτη και τον αγώνα της για την ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1830 μέχρι το 1913.
Στην Ιστορία της Ευρώπης και ειδικότερα της διπλωματικής ιστορίας της, το λεγόμενο Κρητικό Ζήτημα απετέλεσε μέρος του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο πρωτοεμφανίσθηκε ως ιδιαίτερο πρόβλημα αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δηλαδή περί το 1830, όταν και προσδιορίστηκαν τα σύνορα του νεοπαγούς Βασιλείου της Ελλάδος χωρίς να συμπεριλαμβάνουν τη μεγαλόνησο Κρήτη, παρά τη συμμετοχή της στους αγώνες αλλά και τις θυσίες που είχε υποστεί κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό.

ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ (1821 - 1913)

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1821 - 1824) 
Η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη

Ακολουθώντας το παράδειγμα της υπόλοιπης Ελλάδας, η Κρήτη είχε εξεγερθεί το 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας αλλά, παρά τις πρώτες επιτυχίες, ο αγώνας για τρία χρόνια καρκινοβατούσε. Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν. Η απόφαση πάρθηκε στις συσκέψεις που έγιναν στα Σφακιά στις 7 Απριλίου (Γλυκά Νερά) και 15 Απριλίου 1821 (Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής) και συμμετείχαν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη σχεδόν την Κρήτη. Έγινε, τότε, προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η έλλειψη όπλων και πλοίων με έκκληση στην Ύδρα για παροχή βοήθειας.

Η επαναστατική διάθεση των Κρητών δεν υποχώρησε, ακόμα κι όταν οι επίσκοποι του νησιού διάβαζαν στις εκκλησίες τον αφορισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και συνιστούσαν ηρεμία στους κατοίκους. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν, βασάνισαν και απαγχόνισαν τον επίσκοπο Κισσάμου Μελχισεδέκ, φυλάκισαν τους επισκόπους Κυδωνίας Καλλίνικο και Ρεθύμνης Γεράσιμο αλλά προχώρησαν και σε κακοποιήσεις χριστιανών στα Χανιά (19 Μαΐου 1821). Στις 21 Μαΐου 1821 οργανώθηκε στο Λουτρό των Σφακίων, ως απάντηση στις Τουρκικές αγριότητες, η "Καγκελλαρία", μία τοπική κυβέρνηση, και κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση.

Η διαταγή των Πασάδων της Κρήτης για καθολικό αφοπλισμό των Χριστιανών δεν έγινε δεκτή από τους επαναστάτες, που κατασκεύασαν φυσέκια ("χαρτούτσια") από τα βιβλία εκκλησιών και μοναστηριών και βόλια από τα βαρίδια των ζυγαριών, για να λύσουν το πρόβλημα των πολεμοφοδίων. Η παρουσία συμπαγούς Μουσουλμανικού πληθυσμού -οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ήταν Τουρκοκρητικοί και οι περισσότεροι τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου- υπήρξε ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης, ενώ και η απομόνωση του νησιού έπαιξε επίσης το ρόλο της. Με τη συνδρομή των Αιγυπτίων, η επανάσταση εγκλωβίστηκε στις δυτικές επαρχίες και τελικά συνετρίβη. Όμως οι συνθήκες ήταν αντίξοες για τους επαναστάτες:

Από τις 260.000 κατοίκους του νησιού το 1821, ένα μεγάλο μέρος (120.000) ήταν Μουσουλμάνοι και μάλιστα οι 20.000 καλά εξοπλισμένοι. Αυτοί ήταν είτε Τούρκοι είτε Τουρκοκρητικοί (Κρητικοί που εξισλαμίστηκαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας). Οι τελευταίοι ήταν φανατικότεροι από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός - Χριστιανικός πληθυσμός ζούσε σε ένα καθεστώς καταπίεσης και τρομοκρατίας, που επέβαλαν οι κατακτητές έχοντας στο νησί τρεις διοικήσεις (Χανίων, Ρεθύμνου, Μεγάλου Κάστρου). Η δράση δυο σωμάτων γενιτσάρων στο νησί χειροτέρευε την κατάσταση.
Λόγω της καταπίεσης οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία ήταν λίγοι, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένη η ψυχολογική προετοιμασία των κατοίκων για μία μεγάλη επαναστατική κίνηση.
Η Κρήτη ήταν απομακρυσμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές αλλά και το συντονισμό των πολεμικών κινήσεων. Επίσης, η τακτική ενίσχυσή της από τη θάλασσα με άνδρες, πολεμικό υλικό και τρόφιμα θα εμποδιζόταν από τη δράση του στόλου της Αιγύπτου, που βρισκόταν κοντά.
Η πνευματική στασιμότητα που παρατηρούνταν στο νησί τους δυο προηγούμενους αιώνες εμπόδιζε την ιδεολογική προετοιμασία της επανάστασης μέσω της παιδείας.
Υπήρχε έλλειψη όπλων και εφοδίων. Υπήρχαν 1.200 όπλα στο νησί και από αυτά τα 800 ήταν των Σφακιανών.


Όμως, παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες, ο πόθος των Κρητικών για ελευθερία υπερίσχυσε και τους οδήγησε στην επανάσταση. Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών σημειώθηκε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Ταμπουρατζής, από τους Σφακιανούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Χάλη, Ιωάννη Παπαδογεωργάκη, Παπανδρέα, Σήφακα και Βαρδουλομανούσο. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά. Οι σφαγές επεκτάθηκαν στο Ρέθυμνο και στις 23-24 Ιουνίου στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου οι νεκροί έφτασαν τους 700.

Ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και οι επίσκοποι Κνωσσού, Χερρονήσου, Λάμπης και Σφακίων, Σητείας και Διοπόλεως. Στη Σητεία οι νεκροί ήταν 300. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι με επικεφαλής τους Αν. Δεληγιάννη και Π. Μονουσέλη αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό με επικεφαλής τους Ρ.Βουρδουμπά, Γ. Τσουδερό, Πωλογεωργάκη, Μεληδόνη και Μιχ. Κουρμούλη. Ο τελευταίος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Κουρμούληδων, που ήταν Τουρκοκρητικοί αλλά, συγκλονισμένοι από τις σφαγές των Ελλήνων, φανέρωσαν ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και τάχθηκαν με το μέρος των επαναστατών.

Παρά τα κέρδη των Κρητικών από τις μάχες αυτές σε όπλα και πολεμοφόδια, η έλλειψή τους ήταν ακόμα σημαντική. Έτσι απηύθυναν έκκληση στην Ύδρα για να στείλει στην Κρήτη τόσο πολεμοφόδια όσο και άνδρες, χωρίς όμως να εισακουστούν. Οι διεθνείς συμβάσεις του 1829 - 1832 απέκλεισαν την Κρήτη από το Ελληνικό βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, ο Βαλής της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, εκτιμώντας ότι η συμβολή του στην καταστολή της Ελληνικής επανάστασης δεν είχε επαρκώς ανταμειφθεί, εξανάγκασε δυναμικά το Σουλτάνο να του παραχωρήσει τη διοίκηση της Συρίας και της Κρήτης (ως το 1841).



H Κατάσταση στην Κρήτη κατά την Προεπαναστατική Περίοδο
Η μεγάλη Εθνική Επανάσταση του 1821 εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Κρήτη, παρά το γεγονός ότι οι τοπικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος. Η μεγάλη απόσταση από το γεωγραφικό κορμό της Ελλάδας και η παρεμβαλλόμενη θάλασσα καθιστούσαν δύσκολη την επικοινωνία με τα άλλα Ελληνικά κέντρα, την αποστολή εφοδίων και όπλων και το συντονισμό των πολεμικών ενεργειών. Αλλά και μέσα στο νησί οι συνθήκες ζωής παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες, που δεν υπήρχαν στην άλλη Ελλάδα. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν η μεγάλη αναλογία του Μουσουλμανικού πληθυσμού, που παρέμενε σταθερά στο 30% του συνόλου.

Το Μουσουλμανικό αυτό πληθυσμό αποτελούσαν Τούρκοι και Τουρκοκρητικοί, δηλαδή Κρήτες που είχαν ασπασθεί τον Ισλαμισμό από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης του νησιού. Αυτοί ήταν περισσότερο φανατικοί και από τους ίδιους τους Τούρκους και άσπονδοι διώκτες και καταπιεστές των Χριστιανών. Δύο ισχυρά γενιτσαρικά τάγματα, των Αυτοκρατορικών γενιτσάρων και των ντόπιων γενιτσάρων, που είχαν οργανωθεί στην Κρήτη ήδη από τους πρώτους χρόνους της Τουρκικής κατοχής, είχαν επιβάλει ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης στο νησί. Δεν υπάκουαν ούτε στις Σουλτανικές διαταγές.

Είναι γνωστό ότι από όλες τις Ελληνικές περιοχές, μόνο η Μακεδονία γνώρισε ανάλογης αγριότητας γενίτσαρους. Η παιδεία, μέσω της οποίας κυρίως προπαρασκευάστηκε ιδεολογικά η επανάσταση στην άλλη Ελλάδα, ήταν στην Κρήτη σχεδόν ανύπαρκτη. Το νησί, που άλλοτε βρισκόταν στην πρωτοπορία της πνευματικής αναγέννησης του έθνους, ζούσε επί δύο σχεδόν αιώνες σε απομόνωση και σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι. Ελάχιστοι Κρήτες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και ήταν προετοιμασμένοι για τον επικείμενο αγώνα της ελευθερίας. Το σύνολο σχεδόν του Κρητικού πληθυσμού ήταν εντελώς απροετοίμαστο ψυχολογικά για μεγάλης κλίμακας απελευθερωτική επανάσταση.

Η Έκρηξη της Επανάστασης στην Κρήτη και η Τουρκική Αντίδραση
Η συμμετοχή της Κρήτης στην πανεθνική εξέγερση αποφασίστηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά, στις 15 Απριλίου 1821, αλλά ως επίσημη ημέρα έναρξης του Κρητικού αγώνα θεωρείται η 14η Ιουνίου 1821. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών στο Λούλο Χανίων. Η Τουρκική διοίκηση της Κρήτης απάντησε αμέσως με γενική κινητοποίηση των στρατιωτικών της δυνάμεων και με βιαιοπραγίες πρωτοφανούς αγριότητας. Αποκορύφωμα υπήρξε η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου (24 Ιουνίου 1821), που έμεινε για πολλά χρόνια στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Παρ' όλα αυτά, η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Κρήτη και στερεώθηκε.

Η Πολιτική Οργάνωση της Κρήτης
Από την αρχή του αγώνα κατέστη φανερή η ανάγκη πολιτικής οργάνωσης και συντονισμού των πολεμικών και πολιτικών ενεργειών προς τις γενικές αρχές του Αγώνα στην άλλη Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά τις αποφάσεις της Α' Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Η απουσία γενικού αρχηγού στην Κρήτη και οι φιλοδοξίες των τοπικών αρχηγών και οπλαρχηγών έβλαπταν τα πολεμικά πράγματα και ο συντονισμός του αγώνα ήταν αδύνατος. Ζητήθηκε λοιπόν από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε την υπέρτατη Επαναστατική Αρχή στην Ελλάδα, να διορίσει στην Κρήτη ένα Γενικό Αρχηγό «εις τον οποίον να υποταχθούν οι μεταξύ των ερίζοντες και ουδένα υπέρτερον του άλλου αναγνωρίζοντες Κρήτες οπλαρχηγοί».

Ο Υψηλάντης διόρισε ως Γενικό Διοικητή Κρήτης τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη (ή Αφεντούλιεφ), ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα το διορισμό και κατέβηκε στην Κρήτη (Νοέμβριος 1821) με τον ηχηρό και ενοχλητικό για πολλούς οπλαρχηγούς τίτλο τού «Γενικού Επάρχου και Αντιστρατήγου της Κρήτης». Ο Αφεντούλης παρέμεινε στην Κρήτη έναν ακριβώς χρόνο, ως το Νοέμβριο του 1822. Κατόρθωσε να ανασυντάξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να κρατήσει την επανάσταση ζωντανή σε όλο το νησί.

Το πιο σημαντικό είναι ότι φρόντισε να συγκροτηθεί Γενική Συνέλευση των Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου (11 - 22 Μαΐου 1822) και να ψηφιστεί το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης», καθώς και «Σχέδιον Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με πρότυπο τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου. Ο αγώνας στην Κρήτη φάνηκε να εξελίσσεται παράλληλα με τον αγώνα της άλλης Ελλάδας.

Η Πρώτη Μεγάλη Κρίση της Κρητικής Επανάστασης
Στην πράξη τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ δυσκολότερα. Ο Σουλτάνος βρέθηκε σε αδυναμία να καταστείλει την Κρητική επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ο οποίος αποδέχθηκε πρόθυμα την πρόσκληση. Η απόβαση Αιγυπτιακού στρατού στην Κρήτη (τέλη Μαΐου 1822) και οι πρώτες αποτυχίες των Κρητών στο πολεμικό πεδίο κλόνισαν τη θέση του Αφεντούλη. Η αντίθεσή του με τους τοπικούς αρχηγούς και οι συνεχείς αμφισβητήσεις των ενεργειών του οδήγησαν σε μεγάλη κρίση την επανάσταση. Ο Αφεντούλης θεωρήθηκε υπεύθυνος για πολλές πολεμικές αποτυχίες, καθαιρέθηκε από τα μέλη ενός νεοσύστατου «Κρητικού Συμβουλίου» και φυλακίστηκε το Νοέμβριο του 1822.

Οι «Παραστάται και Πληρεξούσιοι της Πατρίδος», όπως ονομάζονταν οι Κρήτες αντιπρόσωποι στις Εθνοσυνελεύσεις της Πελοποννήσου, ζήτησαν το διορισμό νέου Διοικητή. Ο Ιωάννης Κωλέττης υπέδειξε ως Αρμοστή Κρήτης τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη, ο οποίος έφτασε στο νησί το Μάιο του 1823. Η άφιξη του Τομπάζη στην Κρήτη συνδέθηκε με ορισμένες πολεμικές επιτυχίες και το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε. Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο Τομπάζης συγκάλεσε Γενική Συνέλευση των Κρητών στην οποία ψηφίστηκε ο «Οργανισμός της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της νήσου Κρήτης», με τις βασικές αρχές του Συντάγματος της Επιδαύρου. Ο Κρητικός αγώνας εισήλθε έτσι σε νέα φάση.

Παράλληλα όμως ανασυντάχθηκαν και οι Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Στις αρχές Ιουνίου 1823 έφτασε στην Κρήτη ως νέος διοικητής του Αιγυπτιακού στρατού ο Χουσεΐν Βέης, με νέες στρατιωτικές δυνάμεις και άφθονο πολεμικό υλικό. Η ταχύτατη κίνηση του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού προς τα ανατολικά, η καταστροφή των χωριών, η πολιορκία και η θυσία 370 Χριστιανών στο σπήλαιο του Μελιδονίου (Ιανουάριος 1824) δημιούργησαν βαρύ κλίμα απαισιοδοξίας. Ο Τομπάζης απηύθυνε έκκληση για βοήθεια προς τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη (2 Μαρτίου 1824).


Εντούτοις, βοήθεια δεν έφθασε και η επανάσταση φάνηκε να κάμπτεται παντού, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του Χουσεΐν στα Σφακιά και την καταστροφή της επαρχίας στα τέλη Μαρτίου. Στις 12 Απριλίου ο Τομπάζης εγκατέλειψε την Κρήτη, ζητώντας από τους Κρητικούς να συνεχίσουν με κάθε θυσία τον αγώνα. Στα τέλη Μαΐου 1824 ο Χουσεΐν διακήρυττε ότι κατέπνιξε την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στρατός ήλεγχε όλα τα πεδινά μέρη και ο αγώνας πήρε μορφή ανταρτοπόλεμου. Ανταρτικές ομάδες συνέχισαν τον αγώνα με νυκτερινές επιθέσεις και δολιοφθορές κατά των Τούρκων. Αυτοί ήταν οι διαβόητοι Καλησπέρηδες. Ανάλογες ανταρτικές ομάδες που ονομάζονταν Ζουρίδες σχημάτισαν και οι Τούρκοι.

Η Δεύτερη Περίοδος της Κρητικής Επανάστασης

Η Περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828)
Ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στην Κρήτη είχε κατασταλεί και περιοριζόταν απλώς σε σποραδικές επιθέσεις ανταρτών σε χωριά και φρούρια των Τούρκων, Κρήτες επαναστάτες, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν καταφύγει στην άλλη Ελλάδα, επέστρεψαν στο νησί το καλοκαίρι του 1825, με την απόφαση να αναζωπυρώσουν την επανάσταση. Με επικεφαλής τον Δημήτριο Καλλέργη και τον Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατέλαβαν το φρούριο της Γραμπούσας (9 Αυγούστου 1825) στο ομώνυμο ακρωτήριο της Δυτικής Κρήτης, και την ίδια ημέρα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισάμου.

Προσπάθεια των Τούρκων να ανακτήσουν αυτά τα φρούρια απέτυχε και έτσι άρχισε στην Κρήτη μια νέα επαναστατική περίοδος, η λεγόμενη περίοδος της Γραμπούσας (1825 - 1828). Οι επαναστάτες που οχυρώθηκαν εκεί, επιδόθηκαν κυρίως στην πειρατεία για να εξασφαλίζουν τρόφιμα και εφόδια, έκτισαν οικισμό και την εκκλησία της Παναγίας της Κλεφτρίνας και ίδρυσαν σχολείο. Οργανώθηκε επίσης προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, που ονομάστηκε «Κρητικόν Συμβούλων» και αποτελούσε την επίσημη επαναστατική αρχή της Κρήτης, και αγοράστηκε η γολέττα «Περικλής» του Τομπάζη, για να μεταφέρει τρόφιμα και εφόδια στη φρουρά της Γραμπούσας. Η συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) είχε άμεση επίπτωση και στα κρητικά πράγματα.

Ήδη είχε ευρέως κυκλοφορήσει η φήμη για επικείμενη λύση του Ελληνικού ζητήματος με τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους και η Αγγλική διπλωματία διαβεβαίωνε ότι θα περιληφθούν σ' αυτό όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές. Ο Τομπάζης έγραφε στους Κρήτες να αναζωπυρώσουν πάση θυσία την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Από τις αρχές του Φθινοπώρου 1827 σημειώθηκαν πυρετώδεις κινήσεις, σχηματίστηκαν επαναστατικά σώματα εθελοντών από την Πελοπόννησο και την άλλη Ελλάδα, για να στηρίξουν τον Κρητικό αγώνα, και σκληρές μάχες διεξάγονταν σε ολόκληρη την Κρήτη.


Η Τελευταία Περίοδος της Επανάστασης στην Κρήτη (1828 - 1830)

Πολεμικές και Πολιτικές Ενέργειες κατά τα δύο Τελευταία Έτη του Αγώνα
Οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, οι οποίες σχετίζονται με την Επανάσταση στην Ελλάδα και την οργάνωση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ήταν φυσικό να επηρεάσουν και την επανάσταση στην Κρήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 και επιδόθηκε αμέσως στην οργάνωση κράτους. Προσπαθώντας να καταστήσει ασφαλές το θαλάσσιο εμπόριο, σύμφωνα και με σχετική αξίωση των Δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας, αποφάσισε να πατάξει τη ληστεία και την πειρατεία στις Ελληνικές θάλασσες. Στη Γραμπούσα έστειλε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τη συνοδεία Αγγλικού και Γαλλικού στόλου.

Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο της Γραμπούσας παραδόθηκε στους Άγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν και το έργο της επιτήρησης των θαλασσών για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Οι επαναστάτες της Γραμπούσας διαλύθηκαν και κατέφυγαν στα βουνά. Παρά τις αποτυχίες αυτές και τις δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώθηκαν, οι Κρήτες εξακολούθησαν να κρατούν ζωντανή την επανάσταση σε ολόκληρη την Κρήτη. Απροσδόκητη εξέλιξη, που δημιούργησε κλίμα έντονης ανησυχίας στο νησί, ήταν η απόφαση του Καποδίστρια να αποστείλει στην Κρήτη ως αντιπρόσωπο του τον βαρώνο Ρέινεκ, με συστάσεις για κατάπαυση των εχθροπραξιών.

Οι Κρήτες αρνήθηκαν να υπακούσουν στις συστάσεις του Κυβερνήτη. Το καλοκαίρι του 1828 ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στα μεγάλα φρούρια, όπου προστατεύονταν από τον τακτικό Τουρκικό στρατό. Τα γεγονότα αυτά είχαν απήχηση στους λαούς της Ευρώπης, όπου παρατηρήθηκαν κάποιες εκδηλώσεις συμπάθειας υπέρ του αγωνιζόμενου Κρητικού λαού. Αγγλικός και Γαλλικός στόλος απέκλεισε τα Κρητικά παράλια, για να εμποδίσει αποβάσεις Τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων στο νησί.

Ενώ και ο Καποδίστριας, μεταβάλλοντας την πολιτική του απέναντι στους Κρήτες, έστειλε στο νησί τον Τομπάζη (Νοέμβριος 1828), με την εντολή να καταλάβει τη Σητεία, τη μόνη περιοχή της Κρήτης που παρέμενε ακόμη εξολοκλήρου στην απόλυτη κατοχή των Τούρκων. Μια μεγάλη επιχείρηση που οργανώθηκε για την απελευθέρωσή της απέτυχε και η Σητεία υπέστη σκληρά αντίποινα από τους Τούρκους (Δεκέμβριος 1828). Από διπλωματική άποψη το Κρητικό Ζήτημα βρισκόταν την εποχή αυτή σε κατάσταση ρευστότητας, καθώς δεν υπήρχε απόφαση οριστική στα πλαίσια του όλου ελληνικού προβλήματος, και οι πληροφορίες που έφταναν στον Καποδίστρια δεν ήταν σαφείς.

Αυτό ερμηνεύει και την ασταθή πολιτική του σχετικά με το Κρητικό ζήτημα. Πιεζόμενος από την Αγγλία ανακάλεσε τον αντιπρόσωπο του Ρέινεκ από την Κρήτη και στη θέση του τοποθέτησε τον Άγγλο Χαν, ο οποίος παρέμεινε στη Γραμπούσα ως τον Οκτώβριο του 1829, οπότε αντικαταστάθηκε και αυτός από τον επιφανή Κρητικό Νικόλαο Ρενιέρη. Οι προοπτικές φαίνονταν τώρα περισσότερο από ποτέ ευοίωνες, καθώς ολόκληρη σχεδόν η Κρήτη βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των επαναστατών, εκτός από τα τρία μεγάλα φρούρια (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), στα οποία είχαν καταφύγει οι Τούρκοι.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και ο Αποκλεισμός της Κρήτης

Οι Πρώτες Αντιδράσεις
Οι ελπίδες, που τις συντηρούσαν οι διπλωμάτες της εποχής και τις συμμεριζόταν ο Καποδίστριας, ότι με τις διεθνείς συμβάσεις που θα καθόριζαν την υπόσταση του Ελληνικού κράτους θα δικαιώνονταν όλες οι επαναστατημένες Ελληνικές περιοχές και βεβαίως και η Κρήτη, διαψεύστηκαν. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) οι Μεγάλες Δυνάμεις, παρά τις προηγούμενες επαγγελίες τους, άφησαν την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους, στην απόλυτη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Τη λύση αυτή την επέβαλε η Αγγλική διπλωματία, που επιχειρούσε να πείσει την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι «η προσάρτησις της Κρήτης εις τον Ελληνικόν κορμόν δεν είναι ουσιωδώς συντελεστική εις την ευημερίαν και ανεξαρτησίαν του νέου κράτους».


Η ενέργεια αυτή της Αγγλικής διπλωματίας γέμισε πικρία και απογοήτευση τους Κρήτες. Η πικρία των Κρητών στράφηκε τότε και εναντίον του Καποδίστρια. Σε έκτακτη συνεδρία του Κρητικού Συμβουλίου στις 22 Απριλίου 1830 συντάχθηκε δραματική προκήρυξη προς τους Έλληνες, η οποία αποτελεί ουσιαστικά και την πρώτη διακήρυξη της νέας ιστορικής πορείας, που ονομάστηκε και επίσημα «Κρητικόν Ζήτημα» (Question Cretoise) και απασχόλησε για έναν περίπου αιώνα την ςυρωπαϊκή διπλωματία, ως νέα ακανθώδης πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος. Τα θεμελιώδη αιτήματα της εθνικής ελευθερίας και της ένωσης με την Ελλάδα αποτέλεσαν πλέον τους σταθερούς δείκτες πορείας των Κρητικών αγώνων.

Πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων απέκλεισαν τα Κρητικά παράλια, για να επιβάλουν την ειρήνη στο νησί, ενώ το «Κρητικόν Συμβούλιον» δεν σταμάτησε τις εκκλήσεις και τα διαβήματα προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης, διεκτραγωδώντας και την εσωτερική κατάσταση της Κρήτης. Απόπειρα των Κρητών να ανακαταλάβουν το φρούριο της Γραμπούσας και να αναζωπυρώσουν την επανάσταση απέτυχε. Στις 23 Νοεμβρίου συνεδρίασε για τελευταία φορά το «Κρητικόν Συμβούλιον» στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Συνέταξε μια τελευταία διαμαρτυρία προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας και προς τους Ναυάρχους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, στην οποία κατήγγελλε τη γενική συνωμοσία εις βάρος της Κρήτης:

«Όλοι συμφώνως, Τούρκοι, Χριστιανών Ηγεμόνων Υπουργοί και η Ελληνική Κυβέρνησις συνώμοσαν εναντίον των Χριστιανών της Κρήτης σήμερον, θέλοντες ίσως να τους δώσουν αντίλυτρον θύμα της ελευθερίας των λοιπών αδελφών των». Συντάχθηκε επίσης ψήφισμα για την οργάνωση μόνιμης Επιτροπής, η οποία θα παρακολουθούσε στο εξής την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος και θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνεργασία των χιλιάδων Κρητών, που είχαν εγκατασταθεί ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα. Η στάση της Αγγλικής διπλωματίας απέναντι στο Κρητικό ζήτημα συνδεόταν με τη γενικότερη πολιτική της για το Ανατολικό Ζήτημα.

Η Αγγλία θεωρούσε τον έλεγχο της Κρήτης ως θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την υποστήριξη των συμφερόντων της στην Ανατολή. Η γεωγραφική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων επικοινωνιών, την καθιστούσε «κλειδί του Ελληνικού αρχιπελάγους» και μαζί με την Κύπρο ήταν «τα κλειδιά της Αιγύπτου». Το πρόβλημα του Αγγλικού ελέγχου στην Κρήτη είχε γεννηθεί ήδη από την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων (1806), όταν η Αγγλία σχεδίαζε την άμεση κατάληψη του νησιού, στην περίπτωση που η Γαλλία και η Ρωσία επεξέτειναν τις ζώνες επιρροής τους στο Βορρά και στην Ανατολή.

Είναι λοιπόν προφανές ότι το δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας, που το υποστήριζε σταθερά η Αγγλική διπλωματία, αποσκοπούσε, κοντά σε πολλά άλλα, και στην κατοχή της Κρήτης από δύναμη φιλική προς την Αγγλία, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν η ναυτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο η Αγγλία αρνήθηκε να περιληφθεί η Κρήτη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1830 - 1866)

Οι Εξελίξεις στην Κρητική Κοινωνία
Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Μουσταφά Πασά, ο οποίος διατηρήθηκε στη θέση αυτή ως το 1851. Κατά την περίοδο εκείνη, στην Κρητική κοινωνία συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές. Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες», καθώς μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί. Στοχεύοντας στην ειρήνευση, ο Μουσταφά Πασάς απέφυγε να δώσει σημαντικές θέσεις σε Τουρκοκρητικούς, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι (νομό) και εισήγαγε την Ελληνική γλώσσα στα δημόσια έγγραφα, ενώ παράλληλα αφαίρεσε από τους ντόπιους αγάδες τον έλεγχο της συλλογής των φόρων.

Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του Οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος οδήγησε στη βαθμιαία αφαίρεση των τιμαρίων από τους παλαιούς τιμαριούχους. Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό και αποστερήθηκε την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγόμενων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η επακόλουθη αποθάρρυνση οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων.

Το πρώτο συνίσταται στο ότι ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκρητικών επιστρέφει στο χριστιανισμό (άλλωστε η μεγάλη μάζα των Μουσουλμάνων της Κρήτης δεν προερχόταν από Τούρκους εποίκους, αλλά από Χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί).
Το δεύτερο φαινόμενο είναι ότι πολλοί Τουρκοκρητικοί συρρέουν στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί μια Χριστιανική ύπαιθρος (82% του αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήταν Χριστιανοί) που περιέσφιγγε τις Μουσουλμανικές πόλεις (οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 70% του αστικού πληθυσμού).
Οι στατιστικές προ του 1881 διαπιστώνουν μια συνεχώς ογκούμενη χριστιανική πλειοψηφία, εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο: τη συστηματική αγορά γης από τους χριστιανούς. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της «Κρητικής ιδιαιτερότητας» μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

''Σε έναν τόπο σαφώς οριοθετημένο -ένα νησί- κατοικούσε ένας πληθυσμός στέρεα ριζωμένος στη γη του, στην πλειονότητα του ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (Ελληνική), τη θρησκεία (Χριστιανική Ορθόδοξη) και τη συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων''.


Απέναντι σ' αυτό τον πληθυσμό, η Οθωμανική εξουσία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, αδυνατώντας να χαράξει μια συνεπή πολιτική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες, μετά τον Μουσταφά Πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με 15μηνο μέσο όρο θητείας. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που ξεσπούν στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εν μέρει με τη συνδρομή των Ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κάποτε και παρά τη θέληση του επίσημου Ελληνικού κράτους.

Η περίοδος της Αιγυπτιοκρατίας (1830 - 1840)
Ο σουλτάνος παραχώρησε την Κρήτη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά τη διάρκεια της δεκαετούς επανάστασης στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, και η παραχώρηση αυτή κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Έτσι η Κρήτη περνούσε από την Τουρκική στην Αιγυπτιακή κατοχή, σε μια νέα περίοδο «εστιλβωμένης δουλείας». Ο φιλόδοξος μονάρχης της Αιγύπτου κατανοούσε τη σπουδαιότητα που είχε για τη χώρα του η κατοχή της Κρήτης και απέβλεψε από την αρχή στη μονιμοποίηση της νέας κατάστασης.

Για να αποφύγει εξωτερικές επεμβάσεις και διεθνείς περιπλοκές, έλαβε αμέσως σύντονα μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος με επιφανειακή ισονομία και δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεγάλων κοινωφελών έργων στο νησί. Για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία στο Χριστιανικό πληθυσμό. Οι νέες καταπιέσεις ανάγκασαν τους Κρήτες να προβούν σε έντονη άοπλη διαμαρτυρία στο χωριό Μουρνιές των Χανίων. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Κίνημα των Μουρνιών, ή των Μουρνιδών» (Σεπτέμβριος 1833).

Περίπου 7.000 άοπλοι Χριστιανοί από όλες τις επαρχίες της Κρήτης διαδήλωσαν την πικρία και την αγανάκτησή τους και υπέγραψαν αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, επικαλούμενοι την προστασία τους. Η αντίδραση της Αιγυπτιακής διοίκησης υπήρξε άμεση και σκληρή. Συνελήφθησαν 41 πρωταίτιοι και απαγχονίστηκαν. Τα φιλόδοξα σχέδια του Μωχάμετ Άλι ενοχλούσαν πολλούς Άγγλους πολιτικούς, οι οποίοι επανειλημμένα έθεσαν το θέμα της κατάληψης της Κρήτης ή της απόσπασής της από την Αιγυπτιακή κυριαρχία.

Τέτοιες επώνυμες προτάσεις έγιναν μετά το κίνημα των Μουρνιδών, και το 1837, όταν είχε δημιουργηθεί πρόβλημα ετοιμότητας του Βρετανικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των επεκτατικών σχεδίων της Ρωσίας. Η κατάληψη και οχύρωση του κόλπου της Σούδας και άλλων επίκαιρων θέσεων των Κρητικών παραλίων ήταν στα άμεσα σχέδια των Άγγλων στρατιωτικών. Από τη δική τους πλευρά, οι Κρήτες άρχισαν να κατανοούν ότι η δύναμη των όπλων δεν ήταν αρκετή για τη λύση του Κρητικού Ζητήματος και ότι η ελευθερία και η εθνική αποκατάσταση του νησιού ήταν κυρίως θέμα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, και περισσότερο της Αγγλικής.

Καθώς μάλιστα η νέα δεσποτεία στην Κρήτη φαινόταν πανίσχυρη και η ξένη διπλωματία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, που μόλις πριν από λίγο το είχε κλείσει. Πολλοί Κρήτες επαναστάτες και διανοούμενοι, που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, άρχισαν να μεθοδεύουν νέα σχήματα ενεργειών. Επιτροπή Κρητών υπέβαλε στην Αγγλία στις 20 Νοεμβρίου 1839 πρόταση για αποικιακή κατοχή της νήσου ή ακόμη και για ανακήρυξή της σε Αγγλικό προτεκτοράτο. Η Αγγλία, απασχολημένη με άλλα μείζονος σημασίας προβλήματα στην Ανατολή, δεν έδειξε τότε καμιά διάθεση να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο φιλέλληνας υπουργός λόρδος Πάλμερστον έδωσε την απάντηση: «Εφόσον η Κρήτη ανήκει de facto et de jure στο Σουλτάνο, θα ήταν αδύνατο για τη Μ. Βρετανία να αποσπάσει το νησί από τη φίλη και σύμμαχο της Τουρκία και να το υπαγάγει στις κτήσεις του Στέμματος». Αλλά και η επίσημη Ελληνική πολιτική αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τέτοιες κινήσεις, που όχι μόνο εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της Κρήτης, αλλά ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν και για την ίδια την Ελλάδα περιπλοκές, που ίσως οδηγούσαν σε Ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Η μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1839 - 1841, με το δεύτερο Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, και τα Κρητικά πράγματα. Η ήττα του Μωχάμετ Άλι στη Συρία κλόνισε την Αιγυπτιακή κυριαρχία στην Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι αντιθέσεις ευνοούσαν την Τουρκία, αφού το δόγμα της ακεραιότητάς της εξασφάλιζε τις λεπτές ισορροπίες της Ευρωπαϊκής ειρήνης, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3 Ιουλίου 1840) να αποσπάσουν την Κρήτη από την Αίγυπτο και να την επαναφέρουν στην απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου.

Η Επανάσταση του Χαιρέτη - Βασιλογεώργη (1841)
Οι νέες αυτές εξελίξεις έδωσαν την ευκαιρία στους εξόριστους Κρήτες οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στην Κρήτη και να οργανώσουν νέα επανάσταση, υπολογίζοντας να επαναφέρουν στο τραπέζι της διεθνούς διπλωματίας το Κρητικό Ζήτημα. Μαζί τους κατέβηκε στην Κρήτη και ο νεαρός τότε Έλληνας πολιτευτής Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Ο βασιλιάς Όθωνας και η τότε Ελληνική κυβέρνηση ενθάρρυναν την επανάσταση, που την τοποθετούσαν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της μεγαλοϊδεατικής πολιτικής της εποχής. Η λεγόμενη «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», πού, ας σημειωθεί, ήταν εχθρική προς τον Όθωνα, είχε προγραμματίσει ανάλογες εξεγέρσεις σε πολλές Τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Όλοι πίστευαν ότι οι εξεγέρσεις αυτές θα επηρεάζονταν από την εξέλιξη της Κρητικής επανάστασης. Η επανάσταση, που εκδηλώθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 1841 (επανάσταση Χαιρέτη και Βασιλογεώργη), είχε περιορισμένη έκταση και ήταν από την αρχή καταδικασμένη σε αποτυχία. Η Ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν σε παντελή αδυναμία να βοηθήσει τους επαναστάτες, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις καταδίκασαν από την αρχή το κίνημα. Χαρακτηριστικό των νέων επαναστατικών ιδεών ήταν η οργάνωση της «Κρητών Πολιτείας». Παρά την αποτυχία της, η νέα αυτή Κρητική επανάσταση του 1841 έδωσε την ευκαιρία να προβληθούν αιτήματα, που μόνο πολύ αργότερα θα έβρισκαν τη λύση τους.


Ένα υπόμνημα των επαναστατών της Δυτικής Κρήτης, που υποβλήθηκε στους προξένους των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) στις 5 Απριλίου 1841, για την προστασία των δικαιωμάτων του κρητικού λαού και για την εθνική του ανεξαρτησία, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι κατά την επανάσταση αυτή προτάθηκε για πρώτη φορά από Κρήτες επαναστάτες η λύση της αυτονομίας του νησιού. Τη λύση αυτή την απέρριψαν επίσης οι Μ. Δυνάμεις, όχι μόνο γιατί θα αποτελούσε ένα προηγούμενο και για άλλες αλύτρωτες Ελληνικές περιοχές, αλλά κυρίως γιατί θα ήταν η απαρχή νέων διεκδικήσεων για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Για την Αγγλική πολιτική, με την οποία συνέπλεε τώρα και η Γαλλική, η ένωση με την Ελλάδα θα έφερνε την Κρήτη στη σφαίρα της Ρωσικής επιρροής, και αυτό έπρεπε με κάθε τρόπο να αποτραπεί.

Τα Γεγονότα κατά την Περίοδο (1841-1866) το κίνημα του Μαυρογένη
Η επαναφορά της Κρήτης στη σουλτανική εξουσία (Ιανουάριος 1841), δεν μετέβαλε τις βασικές αρχές της εσωτερικής διοίκησης του νησιού. Κάποιος επαναστατικός αναβρασμός σημειώθηκε το 1848, με αφορμή τα φιλελεύθερα κινήματα στην Ευρώπη το έτος εκείνο, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεπαν τώρα την έκρηξη νέας επανάστασης. Για λόγους στρατιωτικούς πάντως, ο σουλτάνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Κρήτης από το Ηράκλειο στα Χανιά (1850), ώστε να βρίσκεται κοντά στο μεγάλο λιμάνι της Σούδας και στους στόλους των Μ. Δυνάμεων. Σημαντικός σταθμός στις ιστορικές εξελίξεις υπήρξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856).

Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή), με το οποίο παραχωρούσε για πρώτη φορά σημαντικά προνόμια στους Χριστιανούς υπηκόους του (ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τιμής). Η άρνηση των Τουρκικών αρχών της Κρήτης να εφαρμόσουν και στο νησί τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν οδήγησε σε νέα επαναστατική ενέργεια, που είναι γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη (14 Μαΐου 1858).

Ο φόβος για μια νέα επανάσταση, σε περίοδο που η Τουρκία ήταν διεθνώς ταπεινωμένη, ανάγκασε τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς των Κρητών. Στις 7 Ιουλίου 1858 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο παραχωρούνταν στους Χριστιανούς της Κρήτης προνόμια θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά, καθώς επίσης και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Ακόμη, παραχωρήθηκε το προνόμιο της οργάνωσης των Χριστιανικών Δημογεροντιών, θεσμού μεγάλης σημασίας για την εσωτερική οργάνωση και τη ζωή των Χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Δημογεροντίες ανέλαβαν το σημαντικό έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, με την ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων.

Κατά την επόμενη δεκαετία, ως την έκρηξη της μεγάλης επανάστασης του 1866, η Αγγλική προπαγάνδα προσπάθησε να καλλιεργήσει στην Κρήτη την ιδέα της δημιουργίας ενός «νησιωτικού Ελληνικού κράτους», υπό Αγγλική προστασία. Είναι η κίνηση των λεγόμενων «αντεπαναστατών», τους οποίους υποστήριζε και υποκινούσε ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά Henry Ongley. Η ιδέα δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς προσέκρουσε στην καθολική αποδοκιμασία των Κρητών και οι ελάχιστοι υποστηρικτές της απομονώθηκαν ως προδότες της εθνικής ιδέας και διακωμωδήθηκαν με λαϊκές σάτιρες.

ΑΓΩΝΕΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ | ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ 1669-1830

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ (1866 - 1869)
Τον Μάιο του 1866 οι Χριστιανοί της νήσου υπέβαλαν «ευσεβάστως» στο Σουλτάνο ορισμένα αιτήματα, όπως η ανακούφιση από κάποιους φόρους, η βελτίωση της συγκοινωνίας, η εκλογή των δημογεροντιών, η επανεισαγωγή της Ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας και η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης έφθασε στις 20 Ιουλίου και ήταν απορριπτική και απειλητική, ενώ διατασσόταν η σύλληψη των αρχηγών της «ανταρσίας». Ήδη οι Μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειες τους στις πόλεις, όπου αισθάνονταν ασφαλέστεροι, ενώ οι Χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά, κηρύσσοντας την «Ένωση».

Η κραυγή της Κρήτης συγκίνησε την Ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866). Μέσω μιας ειδικής «Επιτροπής», συγκεντρώνονταν και στέλνονταν στο επαναστατημένο νησί πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ παράλληλα εθελοντές αποβιβάζονταν κατά καιρούς σε απόμερες ακτές. Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ανατρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Παράλληλα, η όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμα της, καθώς οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος αποσοβήθηκε με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που επέβαλε στην Ελλάδα να μην υποθάλπει το σχηματισμό εθελοντικών ομάδων και τον εφοδιασμό των εξεγερμένων. Εγκαταλελειμμένοι πλέον από παντού, οι επαναστάτες υποτάχθηκαν στους Τούρκους ή κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσο κράτησε ο ξεσηκωμός, χιλιάδες σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν και η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα, ενώ περίπου 50.000 γυναικόπαιδα βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Ανάμεσα τους και ο μόλις δύο ετών Ελευθέριος Βενιζέλος. Γεννημένος στις 12 ή 24 Αυγούστου του 1864, ο Ελευθέριος ήταν το πέμπτο παιδί του εύπορου Χανιώτη εμπόρου Κυριάκου Βενιζέλου και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1866, η οικογένεια Βενιζέλου κατέφυγε στα Κύθηρα (ως το 1869) και από εκεί στη Σύρο, όπου ο Ελευθέριος παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του σχολείου ως το 1872, οπότε η οικογένεια του επέστρεψε στα Χανιά.

Την περίοδο 1877 - 1879 ο Ελευθέριος συνέχισε τη φοίτηση του στη Μέση Εκπαίδευση στην Αθήνα και την ολοκλήρωσε στη Σύρο το 1880, με ιδιαίτερη επίδοση στην Έκθεση, την Ιστορία και τις ξένες γλώσσες, επιδεικνύοντας «οξύνοια, γοργή αντίληψη και αχόρταγη περιέργεια». Παράλληλα εκδήλωσε το πρώιμο ενδιαφέρον του για τα πολιτικά, γεγονός που έκανε τον πατέρα του να του συστήσει: «Φρόντιζε λοιπόν περί των μαθημάτων και της υγείας σου και μη δίδης ουδεμίαν προσοχήν εις τας φλυαρίας των εφημερίδων». Μια συμβουλή που ο 14χρονος τότε γιος δεν έδειξε να ενστερνίζεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια.



Ο Εθνικός Χαρακτήρας της Επανάστασης
Η πρώτη μετά την επανάσταση του 1821 μεγάλη κρίση του Κρητικού Ζητήματος σημειώθηκε το 1866, με μια νέα μεγάλη επανάσταση. Η επανάσταση του 1866 - 1869, το «Δεύτερο '21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εκφράζει εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.

Οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, όχι μόνο από την άποψη των στρατιωτικών προπαρασκευών και της αναλογίας των δυνάμεων των επαναστατών με εκείνες της Τουρκίας, αλλά κυρίως από την άποψη της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν από την αρχή αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856), έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε, μάλιστα, μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί.

Η Ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε από την αρχή διχασμένη. Ο Δημήτριος Βούλγαρης, που συμπαθούσε την Αγγλική πολιτική, ήταν διστακτικός, ενώ ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της Ρωσικής πολιτικής και δεδηλωμένος φιλοκρητικός, ήταν περισσότερο αποφασιστικός. Η επίσημη όμως κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου ήταν σαφώς αντίθετη. Παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες η Κρήτη βρισκόταν σε διαρκή επαναστατικό πυρετό. Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα υποβλήθηκε με επίσημη αναφορά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών (14 Μαΐου 1866) στον σουλτάνο καί στις Μεγάλες Δυνάμεις ως «ομόθυμος και διαρκής πόθος» του Κρητικού λαού.

Η επανάσταση, που εξερράγη τον Αύγουστο του 1866, πήρε αμέσως μεγάλες διαστάσεις. Στην πρώτη επίσημη επαναστατική προκήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών στο χωριό Ασκύφου Σφακιών (21 Αυγούστου 1866) δηλώνεται σαφώς ότι η επανάσταση είναι η φυσική συνέχεια του 1821. Η έκρηξη νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» και στη Σύρο η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τους Κρήτες.

Βέβαια, ήταν σε όλους φανερό ότι ο πατριωτισμός και ο ενθουσιασμός δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις κατά πολύ υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που έμενε τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του εχθρού και έπρεπε να καταφεύγει στα βουνά ή στον εκπατρισμό. Η μεγάλη αυτή επανάσταση έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινή τραγωδία, που την αντιμετώπισε εντούτοις ο κρητικός λαός με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και καρτερία.

Η Έκρηξη της Επανάστασης και η Οργάνωση του Αγώνα
Τα πολεμικά γεγονότα άρχισαν τον Αύγουστο του 1866 με συγκρούσεις στην περιοχή των Χανίων. Ο σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά Πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής». Ο Μουσταφά Πασά κάλεσε με προκήρυξή του τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους. Την απάντηση έδωσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών: «Το σύνθημα "Ένωσις ή Θάνατος", το οποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».

Τη γενική αρχηγία του αγώνα είχαν αναλάβει παλαίμαχοι στρατιωτικοί, ενώ λόγιοι ιερωμένοι ανέλαβαν το λεπτό και δυσχερές έργο της αλληλογραφίας με τους ξένους Προξένους και τη διπλωματική διαχείριση του αγώνα. Οργανώθηκε επίσης «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης», χωρίς μόνιμη έδρα. Η διαρκής μετακίνηση της έδρας της στα βουνά, ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα, ήταν η αιτία να της δοθεί η επωνυμία «Κυβέρνησις του βουνού». Με κινητό τυπογραφείο εξέδιδε προκηρύξεις προς τον Κρητικό λαό και επίσημη εφημερίδα, την πρώτη Ελληνόφωνη εφημερίδα στο νησί, με τον τίτλο «Κρήτη» και τον υπότιτλο «Ένωσις ή Θάνατος».

Τα Πολεμικά Γεγονότα

Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Ο Μουσταφά Πασάς από το χωριό Επισκοπή έστειλε επιστολή προς την Επαναστατική Επιτροπή του Αρκαδίου ότι πρόκειται εντός των ημερών να καταφθάσει και να είναι έτοιμοι να παραδοθούν. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το χωριό Ρούστικα όπου και διανυκτέρευσε στην Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία, ενώ ο στρατός που τον συνόδευε στρατοπέδευσε στα χωριά Ρούστικα και Άγιος Κωνσταντίνος. Το ξημέρωμα της 5ης Νοεμβρίου, ο Τούρκικος στρατός ξεκίνησε για το Ρέθυμνο όπου και έφθασε το απόγευμα της ίδιας μέρας.

Πολύ σύντομα, τη νύκτα της 7ης προς την 8η Νοεμβρίου ο ισχυρός στρατός του Μουσταφά εμπλουτισμένος με όλες τις δυνάμεις του Ρεθύμνου, Τουρκικές και Αιγυπτιακές που στο σύνολο τους αριθμούσαν πάνω από 15.000 άνδρες, επετέθη στην μονή Αρκαδίου, μέσα στην οποία βρίσκονταν 964 άνθρωποι, από τους οποίους μόλις οι 325 ήταν άνδρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μουσταφά, μολονότι συνόδευσε το στρατό αρκετά κοντά στην περιοχή, στρατοπέδευσε με το επιτελείο του στο χωριό Μέση, σε σημείο με πανοραμική θέα, απ’ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την επίθεση.

Το ξημέρωμα λοιπόν της 8ης Νοεμβρίου, ενώ στην εκκλησία του Μοναστηριού γινόταν η Θεία Λειτουργία για την εορτή των Ταξιαρχών, ακούστηκαν οι σάλπιγγες των Τουρκικών στρατευμάτων που πλησίαζαν στο Αρκάδι. Η ώρα που όλοι από μέρες περίμεναν είχε φθάσει. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ προσπάθησε να εμψυχώσει το πλήθος και να τονώσει το πατριωτικό του αίσθημα, εκμηδενίζοντας το φόβο του θανάτου εφόσον η θυσία θα γινόταν για την πατρίδα. Το ίδιο έκανε και ο φρούραρχος Δημακόπουλος που εξήρε την έννοια της Πίστης και της Πατρίδας. Έτσι, ξεκίνησε η οργάνωση της άμυνας.


Οι άνδρες μοιράστηκαν στα σημεία - κλειδιά του μοναστηριού και στην ερώτηση των Τούρκων αν θα παραδοθούν ή θα πολεμήσουν, με μια φωνή απάντησαν πως προτιμούν τον πόλεμο. Από τη στιγμή αυτή άρχισαν να γράφονται οι σελίδες του Αρκαδικού Δράματος που βασίστηκε στον πατριωτισμό τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση των επαναστατών. Τα πυροβόλα των Τούρκων έριχναν βολές προς όλες τις κατευθύνσεις με κύριο στόχο την κεντρική/δυτική πύλη του μοναστηριού αλλά και την ανατολική, που ήταν όμως τόσο ενισχυμένες εσωτερικά, ώστε φάνηκε από την αρχή ότι ήταν δύσκολο να κυριευθούν. Η πρώτη απώλεια ήταν ο ανεμόμυλος τον οποίο κατάφεραν να πυρπολήσουν και μαζί να κάψουν και τους πολεμιστές που βρισκόταν μέσα.

Αλλά και οι απώλειες των Τούρκων δεν ήταν λίγες μια και πολλοί άνδρες είχαν σκοτωθεί, δεδομένου ότι οι επαναστάτες βρισκόταν περιχαρακωμένοι μέσα στη μονή σε αντίθεση με εκείνους που ήταν έξω και αποτελούσαν εύκολο στόχο. Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί άσχημα μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας και οι πολιορκημένοι έδειχναν να αντέχουν ακόμα και να ελπίζουν, τη νύχτα, δεδομένης της ένοπλης υπεροχής των εχθρών, ήταν σαφές ότι έπρεπε να μεριμνήσουν για τη στρατιωτική τους ενίσχυση ζητώντας τη βοήθεια του Πάνου Κορωναίου που βρισκόταν στην περιοχή του Αμαρίου, και των κατοίκων του Μυλοποτάμου.

Τη μεταφορά των επιστολών με τις οποίες ζητούσαν βοήθεια ανέλαβαν, εθελοντικά προσφερόμενοι, δύο οπλαρχηγοί που βγήκαν από το μοναστήρι μεταμφιεσμένοι ως Τούρκοι. Κατόπιν ο ηγούμενος κάλεσε όλους τους πολιορκημένους, πολεμιστές, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, να προσευχηθούν στο Ναό της μονής. Αργά την ίδια νύχτα επέστρεψαν οι «ταχυδρόμοι» και μαζί το νέο ότι η πρόσβαση ενισχύσεων ήταν σχεδόν αδύνατη, μια και οι Τούρκοι είχαν κλείσει σχεδόν όλες τις διόδους προς τη μονή. Η δεύτερη μέρα της πολιορκίας, η 9η Νοεμβρίου, ξημέρωσε σκοτεινή. Όλα έδειχναν πως η θέση των πολιορκημένων ήταν δυσάρεστη και χωρίς ελπίδα σωτηρίας.

Μολονότι το ήξεραν και οι ίδιοι, διατηρούσαν ακμαίο το ηθικό τους και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα πέσουν όσο το δυνατόν πιο ηρωικά. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ τους προέτρεπε μόλις δουν τους Τούρκους να εισβάλουν, να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, να βάλουν φωτιά και να θυσιαστούν προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Παρόλα αυτά ο πόλεμος συνεχιζόταν και οι Τούρκοι για δεύτερη μέρα προσπαθούσαν να ρίξουν τη δυτική Πύλη του Μοναστηριού. Την προσπάθεια τους ενίσχυσαν και σχεδόν πέτυχαν το στόχο τους φέρνοντας από το Ρέθυμνο το μεγάλο κανόνι, την περίφημη «Κουτσαχείλα».

Ανοίγοντας ρήγμα στην πύλη και κάνοντας απανωτές εφόδους στο μοναστήρι προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν τους επαναστάτες και να τους κάνουν να παραδοθούν. Μάταια όμως, γιατί μέσα στο μοναστήρι ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωστής Γιαμπουδάκης, η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη και όλοι οι πολεμιστές ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, τρέχοντας από σημείο σε σημείο και προτρέποντας τους άνδρες να μην εγκαταλείπουν τις επάλξεις. Το ρήγμα ωστόσο της δυτικής πύλης επέτρεψε στον εχθρό να αρχίσει να μπαίνει σταδιακά στην αυλή του μοναστηριού. Ο πόλεμος μεταφέρθηκε τότε στο εσωτερικό και ο αγώνας άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα.

Όταν πια η αυλή είχε γεμίσει με Τούρκους και όλα έδειχναν να φθάνουν στο τέλος, οι πολιορκημένοι κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη και ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά προκαλώντας την ανατίναξη της και μαζί την ηρωική θυσία των πολιορκημένων στη μονή Αρκαδίου. Ακολούθησε η φρικτή λεηλασία της μονής από τους Τούρκους που έκαιγαν τα πάντα και σκότωναν όσους είχαν επιζήσει. Ακόμα και ορισμένοι άνδρες που είχαν μείνει στην τραπεζαρία της μονής μη ξέροντας τι είχε γίνει στην πυριτιδαποθήκη, σφαγιάσθηκαν με τον πιο φρικαλέο τρόπο βάφοντας με αίμα το χώρο.

Ο απολογισμός της Τούρκικης λεηλασίας είναι τραγικός. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, μέσα στο Μοναστήρι βρισκόταν 964 Χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των γυναικόπαιδων. Από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν 114, διέφυγαν 3 - 4 και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Από την πλευρά των Τούρκων έχασαν τη ζωή τους όχι λιγότεροι από 1500, αν και σχετικά με τον αριθμό αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Τα πτώματα τους είτε ενταφιάσθηκαν σε διάφορα σημεία είτε έμειναν άταφα, όπως και αρκετών Χριστιανών, τα οποία αργότερα ρίχθηκαν στο κοντινό φαράγγι.

Τα οστά πάντως των περισσότερων Χριστιανών περισυνελλέγησαν αργότερα και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο που μετατράπηκε έτσι σε κοιμητήριο των ηρώων ταυ Αρκαδικού δράματος. Η τύχη όσων επέζησαν της τραγωδίας αυτής δεν ήταν καθόλου καλύτερη από εκείνων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Αρκάδι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων, αμέσως μετά την καταστροφή τους αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι και τους μετέφεραν όλους, ήταν περίπου 114, μέσα σε άθλιες συνθήκες στην πόλη του Ρεθύμνου.

Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν εξευτελισμούς και ταπεινώσεις όχι μόνο από τους Τούρκους αξιωματούχους που τους μετέφεραν αλλά και από εκείνους που τους περίμεναν στην είσοδο της πόλης για να τους πετροβολήσουν και να τους υβρίσουν. Τις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Δασκαλοχαρίκλεια, και τα παιδιά τα κράτησαν μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων, ενώ τους άνδρες φυλάκισαν για ένα ολόκληρο χρόνο σε συνθήκες απερίγραπτης φρίκης, και δε θα γλίτωναν από την κατάσταση αυτή αν δεν παρενέβαινε ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο Γεώργιος Σκουλούδης και ο Γενικός Πρόξενος της Ρωσίας στην Κρήτη που επέβαλαν στον Πασά να εξασφαλίσει στοιχειώδη καθαριότητα και ένδυση στους αιχμαλώτους του Αρκαδίου.

Αφού έκλεισαν ένα χρόνο στη φυλακή οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν και πήγαν στα χωριά τους για να συνεχίσουν την Κρητική επανάσταση. Τη βαρβαρότητα της πολιορκίας αλλά και την απίστευτη φρίκη και σκληρότητα που βίωσαν οι αιχμάλωτοι τόσο κατά τη μεταφορά τους από το Αρκάδι στο Ρέθυμνο όσο και κατά τη διάρκεια της ενός έτους φυλάκισης τους, περιγράφουν με ανατριχιαστική σαφήνεια οι ίδιοι οι επιζήσαντες στις εκ των υστέρων μαρτυρίες τους που όχι μόνο προκαλούν ρίγη συγκίνησης αλλά και αποτελούν τα πλέον αδιάσειστα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της ιστορίας του ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.


Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο οι Τούρκοι θεώρησαν την άλωση του Αρκαδίου μεγάλη επιτυχία και την εόρτασαν πανηγυρικά με κανονιοβολισμούς. Αντίθετα, η συγκίνηση και η αγανάκτηση που προκάλεσε το γεγονός όχι μόνο στους Κρήτες και τους Έλληνες αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ακόμα και την Αμερική ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούμε να μιλάμε για ένα μεγαλειώδη αντίκτυπο των γεγονότων με σωρεία φιλελληνικών και φιλοκρητικών αντιδράσεων.

Η Διεθνής Απήχηση
Κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης διεξάγονταν επικές μάχες σε όλη την Κρήτη. Τα γεγονότα του πρώτου έτους κορυφώθηκαν με την πολιορκία και το ολοκαύτωμα της ιστορικής Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866). Το γεγονός αυτό προκάλεσε ισχυρή συγκίνηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. «Η ηρωική Μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον! Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον», έγραφε ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, από τους θερμότερους υποστηρικτές του Κρητικού αγώνα. Επιστολές, ανταποκρίσεις και άρθρα στο διεθνή τύπο δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα υπέρ της αγωνιζόμενης Κρήτης στους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής.

Πολλοί ξένοι φιλοκρητικοί και φιλέλληνες ήλθαν στην Κρήτη για να πολεμήσουν ή για να εργαστούν ως πολεμικοί ανταποκριτές Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών εφημερίδων. Ο Κρητικός αγώνας προκάλεσε αληθινή έκρηξη φιλελευθερισμού. Ιδρύθηκαν Εταιρείες και Σύλλογοι για την υποστήριξη του κρητικού αγώνα και κυρίως για την προστασία του δοκιμαζόμενου άμαχου πληθυσμού και την περίθαλψη των προσφύγων, που κατά χιλιάδες κατέφευγαν στον Πειραιά και στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στη Σύρο. Εθελοντές από τη Σερβία, την Ιταλία, την Ουγγαρία και από άλλες περιοχές, ζήτησαν να έλθουν στην Κρήτη, καθώς και πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής.

Τολμηροί Έλληνες ναυτικοί πραγματοποιούσαν αποστολές όπλων, τροφίμων και εφοδίων και μετέφεραν εθελοντές από την άλλη Ελλάδα στα παράλια της Κρήτης με τα πλοία «Αρκάδιον» και «Πανελλήνιον». Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων, η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή σε όλη την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη, έχοντας να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και την πρόσκαιρη μεταστροφή της γαλλικής διπλωματίας υπέρ των Κρητών, προέβη σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Τον Ιανουάριο του 1867 απέστειλε στην Κρήτη αντιπρόσωπο του σουλτάνου, με δύο κύριες προτάσεις:

α) Την κατάπαυση των εχθροπραξιών και

β) Την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων, ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με την Υψηλή Πύλη για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Παράλληλα, ανακάλεσε τον Μουσταφά Πασά και διόρισε στη θέση του ως σερασκέρη της Κρήτης τον Ομέρ, που είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους στρατηγούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη το Μάρτιο του 1867 και άρχισε αμέσως εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, οι επιτυχίες του δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Απέδειξαν απλώς ότι οι επαναστάτες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τον τακτικό Τουρκικό στρατό.

Όμως, η μονιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής στις διάφορες περιοχές δεν ήταν εφικτή. Μόλις αποχωρούσε ο Τουρκικός στρατός, οι επαναστάτες επέστρεφαν από τα απρόσιτα κρησφύγετά τους. Ένας αληθινός φαύλος κύκλος είχε δημιουργηθεί και η επανάσταση είχε εξελιχθεί σε τραγωδία, με κύριο θύμα τον άμαχο πληθυσμό.

Το Τέλος της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης
Η Ευρωπαϊκή διπλωματία αναζητούσε πολιτική λύση στο Κρητικό ζήτημα. Ήδη οι αποστολές εθελοντών, εφοδίων και όπλων από την Ελλάδα είχαν εξαγριώσει την Τουρκία. Με τελεσίγραφο της η Τουρκία στα τέλη Δεκεμβρίου 1868 κατηγορούσε την Ελλάδα για ενεργό ανάμειξη στην Κρητική επανάσταση και επέσειε την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος αποφεύχθηκε μόνο με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ελλάδα, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Τουρκικού τελεσιγράφου και να σταματήσει τις αποστολές εθελοντών και εφοδίων στην Κρήτη.

Η Τουρκία από το άλλο μέρος υποχώρησε στις υποδείξεις της Αγγλίας και πρότεινε στους επαναστάτες μια έντιμη λύση, με την παραχώρηση γενικής αμνηστίας και νέων προνομίων στον Κρητικό λαό. Τον Ιανουάριο του 1869 τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Η Ευρωπαϊκή διπλωματία είχε πια οριστικά στραφεί υπέρ της Τουρκίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν με τη Συνθήκη των Παρισίων (9 - 20 Ιανουαρίου) να απαγορευθεί στην Ελλάδα ο σχηματισμός εθελοντικών σωμάτων για δράση στα Τουρκικά εδάφη, καθώς και ο εφοδιασμός από τα Ελληνικά λιμάνια πλοίων «προορισμένων να βοηθήσουν υπό οιανδήποτε μορφήν πάσαν απόπειραν εξεγέρσεως εις τας κτήσεις της Α. Μ. του σουλτάνου».

Η επανάσταση είχε πλέον εκπνεύσει, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο πόθος των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές υπήρξαν για την Κρήτη ανυπολόγιστες, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το γόητρο υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς φάνηκε ανίκανη να δαμάσει ένα νησί, παρά τον τρομακτικό όγκο των δυνάμεών της σε άνδρες και οπλισμό.

Ο ''Οργανικός Νόμος της Κρήτης''
Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1867 ο σουλτάνος είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών για πέντε εβδομάδες, προτείνοντας γενική αμνηστία και πολιτική λύση στο Κρητικό Ζήτημα. Αργότερα, έστειλε στην Κρήτη τον πρωθυπουργό του, τον μεγάλο Βεζίρη Ααλή Πασά, κομιστή διοικητικών και άλλων παραχωρήσεων, που αποτέλεσαν τη βάση ενός νέου καταστατικού χάρτη διοίκησης της Κρήτης, του λεγόμενου «Οργανικού Νόμου». Οι επαναστάτες απέρριψαν τις Τουρκικές προτάσεις, αλλά ο Ααλή Πασά προχώρησε με ταχύτητα στην επεξεργασία του Οργανικού Νόμου.


Προκήρυξε εκλογές στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές και συγκρότησε μια συνέλευση από 30 Μουσουλμάνους και 20 Χριστιανούς, ανθρώπους χωρίς κανένα κύρος και καμιά επιβολή, εκλεγμένους με υποσχέσεις και δωροδοκίες. Έτσι προχώρησε στην ψήφιση του Οργανικού Νόμου, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 3 Φεβρουαρίου 1868. Οι βασικές διατάξεις του Οργανικού Νόμου ήταν οι εξής:

Η Κρήτη αποτελούσε ένα βιλαέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενο από Γενικό Διοικητή (βαλή) Μουσουλμάνο, τον οποίο διόριζε ο σουλτάνος.
Το νησί διαιρέθηκε σε πέντε διοικήσεις και είκοσι επαρχίες.
Στην κεντρική και στις επαρχιακές διοικήσεις θα μπορούσαν να διορίζονται και Χριστιανοί υπάλληλοι.
Στη σύνθεση των δικαστηρίων θα μετείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ενώ αιρετοί σύμβουλοι θα μετείχαν στο κεντρικό συμβούλιο της Γενικής Διοίκησης και στα διοικητικά συμβούλια των νομών και των επαρχιών.
Αναγνωρίστηκε η ισοτιμία των δύο γλωσσών.
Θεσμοθετήθηκαν διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις.
Τα σκιώδη αυτά προνόμια του Οργανικού Νόμου, που έθεταν το Κρητικό Ζήτημα σε νέες βάσεις, αποτέλεσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για όλα τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού, ως την αυτονομία.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1869 - 1898)

Η Κρήτη από το 1868 ως το 1878
Ο Οργανικός Νόμος ίσχυσε για μια δεκαετία, ως τη νέα επανάσταση του 1878. Παρά τις θριαμβολογίες της Υψηλής Πύλης, που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον Οργανικό Νόμο ως χειρονομία καλής θέλησης και ως απόδειξη παραχώρησης νέων προνομίων, ο νόμος αυτός ήταν στην πραγματικότητα φενάκη. Η μεγάλη αδικία σε βάρος του Χριστιανικού στοιχείου του νησιού φάνηκε αμέσως με τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Οι 250.000 του Χριστιανικού στοιχείου εξέλεγαν 38 αντιπροσώπους, ενώ οι μόλις 70.000 του Μουσουλμανικού 36. Ακόμη και οι Εβραίοι, που ήταν μόλις 50 οικογένειες σε ολόκληρη την Κρήτη, εξέλεγαν 1 αντιπρόσωπο.

Έτσι, από την αρχή ο Οργανικός Νόμος έγινε αντικείμενο λαϊκής σάτιρας, που εκφράστηκε με πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα, τα οποία κυκλοφορούσαν ανώνυμα και πολλές φορές τοιχοκολλούνταν σε κεντρικούς δρόμους των Κρητικών πόλεων ως παράνομες εφημερίδες τοίχου. Η λαϊκή έκφραση «Τση Κρήτης ο Οργανισμός του ντοβλετιού ο στολισμός» αποδίδει την απέχθεια που ένιωθαν οι Κρητικοί για το νέο αυτό κατασκεύασμα της Υψηλής Πύλης. Οι Τουρκικές αρχές της Κρήτης εφάρμοζαν κατά γράμμα τις διατάξεις του Οργανικού Νόμου και φυλάκιζαν ή εξόριζαν επιφανείς Κρήτες με την παραμικρή υποψία. Η κατάσταση κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1866 ήταν αληθινά τραγική.

Ο πληθυσμός είχε ελαττωθεί με τον πόλεμο και τους συνεχείς εκπατρισμούς, τα χωριά είχαν ερημωθεί, τα σπίτια ήταν ερειπωμένα και ακατοίκητα και τα κτήματα έμεναν ακαλλιέργητα. Η Υψηλή Πύλη φρόντιζε να στέλνει στην Κρήτη Γενικούς Διοικητές φανατικούς Μουσουλμάνους, που διακατέχονταν από πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πνεύμα αυτό εξέφραζε, κατά την περίοδο αυτή, και το πανίσχυρο «Κόμμα των Μπέηδων», αντίθετο προς κάθε ιδέα παραχώρησης προνομίων και εξίσωσης του Χριστιανικού με το Μουσουλμανικό στοιχείο. Από το 1871 η Τουρκία εισήλθε σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, που χαρακτηρίζεται ως περίοδος του «Οθωμανικού Χάους».

Την περίοδο αυτή της πολιτικής ρευστότητας και αστάθειας αναβίωσε το παλαιό σχέδιο της Αγγλικής διπλωματίας, για την ίδρυση Αγγλικού προτεκτοράτου στην Κρήτη. Την ιδέα υποστήριζαν οι Αγγλόφιλοι Κρήτες, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν λαϊκό έρεισμα. Άλλοι πολιτευτές του νησιού, που ήταν αντίθετοι προς την άποψη αυτή, προωθούσαν την ιδέα για ίδρυση «Ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Οι απόψεις αυτές είχαν απλώς θεωρητικό χαρακτήρα, αφού η Υψηλή Πύλη δεν είχε καμία διάθεση να μεταβάλει, με δική της μάλιστα πρωτοβουλία, το καθεστώς της Κρήτης. Το πρώτο Τουρκικό σύνταγμα (σύνταγμα Μιδάτ), δεν προέβλεπε καμιά μεταβολή στο καθεστώς της Κρήτης, παρά τα έντονα διαβήματα των Κρητών.

Από τον Οργανικό Νόμο του 1868 στη Συνθήκη της Χαλέπας του 1878
Παρά την αποτυχία της, η Επανάσταση του 1866 - 1869 είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα. Έναν ειδικό διοικητικό κανονισμό για την Κρήτη, που έμεινε γνωστός ως Οργανικός Νόμος. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη συμμετοχή Χριστιανών στο διοικητικό μηχανισμό και στα δικαστήρια, την ισότιμη χρήση της Τουρκικής και της Ελληνικής γλώσσας στη διοίκηση και την ίδρυση Γενικής Συνέλευσης με μεικτή σύνθεση, που θα νομοθετούσε μέτρα επί τοπικών ζητημάτων (όπως η συγκοινωνία, τα δημόσια έργα, η γεωργία, η εκπαίδευση κτλ.), υπό τον όρο ότι οι αποφάσεις της θα επικυρώνονταν από την Οθωμανική κυβέρνηση.

Στα πρώτα χρόνια, η συνέλευση λειτούργησε υποτυπωδώς, με ασύμμετρη εκπροσώπηση των εθνικών ομάδων (οι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το 74% του πληθυσμού, είχαν πλειοψηφία μόλις δύο και στη συνέχεια μίας μόνο έδρας), διώξεις των «ενοχλητικών» πληρεξουσίων και επικύρωση ελάχιστων μόνο αποφάσεων της. Η λειτουργία της δημιούργησε ένα χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης πάνω στα βασικά προβλήματα του πληθυσμού της Κρήτης, ανέδειξε τη δυναμικότητα του Χριστιανικού στοιχείου ως φορέα προόδου και απέδειξε ότι η στοιχειωδώς ορθολογική διαχείριση ακόμη και των απλούστερων τοπικών ζητημάτων ερχόταν εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση με την ίδια τη φύση της οθωμανικής κυριαρχίας.

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 - 1878 δημιούργησε ένα νέο μεταρρυθμιστικό κίνημα στους κόλπους της Χριστιανικής κοινότητας της Κρήτης, με εκφραστή τη Γενική Συνέλευση. Δεν είναι ίσως άμοιρο της εξέλιξης αυτής και το γεγονός ότι η αρχική αγροτική κοινωνική σύνθεση του σώματος είχε αρχίσει να αλλάζει, όταν κατέλαβαν τα έδρανα του νέοι μορφωμένοι Χριστιανοί πληρεξούσιοι, που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ήδη στη συνέλευση του 1876, οι Χριστιανοί είχαν θέσει θέμα μεταρρύθμισης του Οργανικού Νόμου, με έμφαση στην αναλογικότερη εκπροσώπηση του Χριστιανικού πληθυσμού, την κατάρτιση τοπικού προϋπολογισμού, την απαγόρευση φυλάκισης χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και την ελεύθερη οικοδόμηση ναών.


Η απάντηση της Υψηλής Πύλης υπήρξε απορριπτική για τα περισσότερα αιτήματα. Η στάση αυτή ικανοποίησε τους Μουσουλμάνους, αλλά προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στο Χριστιανικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνιση τους στα βουνά οι πρώτες ένοπλες ομάδες. Η Οθωμανική διοίκηση επιχείρησε να πλήξει το κίνημα εν τη γενέσει του, συλλαμβάνοντας το δικηγόρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πληρεξούσιο Κυδωνιάς και ηγετική προσωπικότητα της Χριστιανικής κοινότητας, αναγκάστηκε όμως τελικώς να τον απελευθερώσει, όταν οι εκλογείς αρνήθηκαν να ψηφίσουν αντικαταστάτη του και συγκρότησαν -για πρώτη φορά στην ιστορία- συλλαλητήριο στο κέντρο των Χανίων.

Τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν ανάγλυφα την ψυχολογική μεταβολή του φρονήματος των Χριστιανών και την πορεία παρακμής του Οθωμανικού ελέγχου στο νησί. Σύντομα επέρχεται η ήττα της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο και η Υψηλή Πύλη υποχρεώνεται να υπογράψει, τον Οκτώβριο του 1878, τη λεγόμενη Σύμβαση της Χαλέπας, που επέφερε αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις:

Οριζόταν πενταετής θητεία των Γενικών Διοικητών, με μνεία του ενδεχομένου να είναι χριστιανικού θρησκεύματος (έχοντας, σε κάθε περίπτωση, δίπλα τους σύμβουλο του αντίθετου θρησκεύματος). Ιδρυόταν μεικτή τοπική χωροφυλακή. Τα διοικητικά και δικαστικά έγγραφα θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες, ενώ η Ελληνική θα αποτελούσε τη μοναδική επίσημη γλώσσα της Γενικής Συνέλευσης, η οποία θα είχε σαφή Χριστιανική πλειοψηφία (49 χριστιανοί, έναντι 31 Μουσουλμάνων).

Το Ιδιότυπο Κοινοβουλευτικό Καθεστώς της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης (1878 - 1889)
Η επόμενη δεκαετία χαρακτηρίζεται από την απόπειρα εφαρμογής στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη ενός καθεστώτος που είχε κάποια στοιχειώδη κοινοβουλευτικά στοιχεία. Η εφαρμογή αυτή ανέδειξε ανάγλυφα τις αντιφάσεις και τα όρια αυτού του καθεστώτος. Την εποχή εκείνη είχε παγιωθεί η διαίρεση των Χριστιανών της Κρήτης σε δύο πολιτικές μερίδες: αυτή των Φιλελευθέρων (ή Ξυπόλυτων) κι εκείνη των Συντηρητικών (ή Καραβανάδων).

Οι τελευταίοι συγκροτούσαν τη φιλική προς τη διοίκηση πολιτική μερίδα, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, όσους είχαν δράσει κατά καιρούς ως συνεργάτες των Τούρκων, αλλά και συντηρητικούς «νοικοκυραίους», όπως και μερίδα του ανώτερου κλήρου. Η μερίδα αυτή συμμαχούσε συχνά με το αντίστοιχο Μουσουλμανικό Κόμμα των Μπέηδων, στο οποίο συνυπήρχαν επιφανείς Μουσουλμάνοι, μέλη φανατικών θρησκευτικών αδελφοτήτων, αλλά και οι φτωχότεροι Μουσουλμάνοι έποικοι (κυρίως Βορειοαφρικανοί), με κοινό χαρακτηριστικό την αντίδραση ακόμα και στα απλούστερα μεταρρυθμιστικά μέτρα που προωθούσε η ίδια η Υψηλή Πύλη και την υπονόμευση όσων Διοικητών επιχειρούσαν να τα εφαρμόσουν.

Η διαπάλη μεταξύ των δύο μερίδων έφθασε στο αποκορύφωμα της το 1888, όταν η φιλελεύθερη μερίδα κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές και πέτυχε την ψήφιση σημαντικών νόμων για την οργάνωση των δήμων, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής κ.ά., συμπεριλαμβανομένου και του νέου εκλογικού νόμου, που προέβλεπε καθολική μυστική ψηφοφορία. Οι επόμενες εκλογές, που διεξήχθησαν το 1889 με το νέο αυτό νόμο, οδήγησαν στο θρίαμβο της φιλελεύθερης μερίδας, που ανέδειξε 40 πληρεξουσίους, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε πρόσφατα (1887) αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στα χρόνια των σπουδών του είχαν εκδηλωθεί για πρώτη φορά δημόσια οι ρητορικές και ηγετικές ικανότητες του νεαρού Κρητικού, επιβεβαιώνοντας την έφεση του προς την πολιτική, όπως προκύπτει και από το παρακάτω επεισόδιο: Το 1886 ο Βενιζέλος συνάντησε τον επισκεπτόμενο τότε την Αθήνα Τζόζεφ Τσάμπερλεν, με αφορμή κάποιες δηλώσεις του τελευταίου, προκειμένου να του εκθέσει την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη και τους λόγους για τους οποίους οι Κρήτες επέμεναν στο αίτημα τους για Ένωση με την Ελλάδα. Προκάλεσε ιδιαιτέρως ζωηρή εντύπωση στο Βρετανό πολιτικό, αφού ο τελευταίος εμφανίζεται να προσχωρεί πλήρως στις απόψεις του, όπως καταγράφεται και στις εφημερίδες της εποχής.

To 1889, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, ο Βενιζέλος εκλέγεται για πρώτη φορά πληρεξούσιος Κυδωνιάς, στη θέση του αποχωρήσαντος γαμπρού του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (που είχε νυμφευθεί την αδελφή του Βενιζέλου, Κατίγκω), ο οποίος του παραχώρησε και την εφημερίδα του Λευκά Όρη. Η εφημερίδα επανακυκλοφόρησε από τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη, Χ. Πωλογεώργη και Ι. Μοάτσο, οι οποίοι και συγκρότησαν μια εκσυγχρονιστική ομάδα εντός του κόμματος των Φιλελευθέρων, που έγινε γνωστή ως «Λευκορείτες», λόγω του ονόματος του εντύπου τους.

Η Επανάσταση του 1878 και η Σύμβαση της Χαλέπας
Η νέα κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου την άνοιξη του 1877, ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη. Οργανώθηκαν αμέσως επαναστατικά κομιτάτα, εκλέχθηκε 24μελής Επιτροπή για τη διαχείριση του Κρητικού Ζητήματος και ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Κρητικόν Κέντρον», για τη συγκέντρωση εφοδίων και όπλων. Ενώ άρχισαν να κατεβαίνουν στην Κρήτη οι εξόριστοι οπλαρχηγοί, η διαφαινόμενη ήττα της Τουρκίας ενθάρρυνε την ελληνική κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να δηλώσει απερίφραστα ότι θα υποστήριζε μια νέα επανάσταση στην Κρήτη (27 Δεκεμβρίου 1877).


Η επανάσταση εξερράγη τον Ιανουάριο του 1878 και πήρε αμέσως Παγκρήτιες διαστάσεις. Η κατάρρευση της Τουρκίας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878) υποχρέωνε την Τουρκία σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο 1878 οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με τη διαβεβαίωση ότι το Κρητικό Ζήτημα επρόκειτο να απασχολήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο θα αναθεωρούσε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Η Γενική Συνέλευση των Κρητών εξέλεξε δύο αντιπροσώπους για το Συνέδριο του Βερολίνου αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή φοβόταν μήπως οι Κρήτες αντιπρόσωποι πιεσθούν και αποδεχθούν τη λύση της ηγεμονίας, εγκατέλειψε το πάγιο αίτημα της ένωσης και απαγόρευσε τη μετάβαση τους στο Βερολίνο. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συνέδριο του Βερολίνου δεν διέφερε ουσιαστικά από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η απειλή όμως της συνέχισης της επανάστασης ανάγκασε την Τουρκία να δεχθεί πρόταση της Αγγλίας για νέες παραχωρήσεις στον Κρητικό λαό.

Αποτέλεσμα των νέων διαβουλεύσεων υπήρξε ο λεγόμενος «Χάρτης της Χαλέπας», μια νέα Σύμβαση, που υπογράφηκε τον Οκτώβριο 1878 στο ομώνυμο προάστιο των Χανίων και επικυρώθηκε αμέσως με σουλτανικό διάταγμα. Επρόκειτο για ένα νέο Οργανικό Νόμο, που ίσχυσε και αυτός για μια περίπου δεκαετία, ως την επανάσταση του 1889. Οι κυριότερες διατάξεις του Χάρτη της Χαλέπας ήταν οι εξής:

Ο Γενικός Διοικητής της Κρήτης θα μπορούσε να είναι και Χριστιανός. Η θητεία του ήταν πενταετής, με δυνατότητα ανανέωσης.
Ο Γενικός Διοικητής θα είχε ένα σύμβουλο από το άλλο θρήσκευμα (Μουσουλμάνο, αν ήταν Χριστιανός, και Χριστιανό, αν ήταν Μουσουλμάνος).
Η Γενική Συνέλευση (Βουλή), στην οποία θα πλειοψηφούσαν για πρώτη φορά οι Χριστιανοί, θα είχε 80 μέλη (49 Χριστιανούς και 31 Μουσουλμάνους).
Ιδρύθηκε Κρητική Χωροφυλακή.
Αναγνωρίστηκε η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Μόνο τα επίσημα πρακτικά, οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η επίσημη αλληλογραφία θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες.
Χορηγήθηκε γενική αμνηστία.
Θεσμοθετήθηκαν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις.
Παραχωρήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα της ίδρυσης Φιλολογικών Συλλόγων και της έκδοσης εφημερίδων.
Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν ένα νέο βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Δημιουργούσε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας, με ιδιαίτερα προνόμια. Οι ρυθμίσεις της Σύμβασης αυτής άλλαξαν για πρώτη φορά τη μορφή της ζωής στην Κρήτη και ανέτρεψαν υπέρ των Χριστιανών την έως τότε κατάσταση. Η Σύμβαση αυτή αν και τερμάτιζε όλα τα επαναστατικά κινήματα που είχαν εκδηλωθεί από το 1868 και νεότερα και ειδικά της περιόδου 1875 - 1878, δεν τηρήθηκε απόλυτα με συνέπεια ν΄ ακολουθήσουν νεότερες εξεγέρσεις, ειδικότερα μετά το 1889 όπου και ανεστάλη, με συνέπεια να ξεσπάσει η Κρητική Επανάσταση (1895 - 1898) που είχε ως επακόλουθο αφενός τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και αφετέρου την οριστική επίλυση της αυτονομίας της Κρήτης και την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898).

Η Κρήτη στη Δεκαετία (1878 - 1888)
Το αποτέλεσμα των ευεργετικών διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας φάνηκε αμέσως. Η Υψηλή Πύλη διόρισε Χριστιανό Γενικό Διοικητή, τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή, τον οποίο διαδέχθηκε ένας πολύ μορφωμένος και δραστήριος άνθρωπος, ο Ιωάννης Φωτιάδης, που είχε και διοικητική και διπλωματική εμπειρία, καθώς είχε χρηματίσει πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα. Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885, με φρόνηση και δικαιοσύνη. Υποστήριξε την παιδεία, με την ίδρυση σχολείων, και προώθησε τη λύση μεγάλων και σοβαρών οικονομικών προβλημάτων. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι, και λήφθηκαν μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων του νησιού.

Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα μέτρα αυτά πολλά από τα τεκμήρια της Κρητικής αρχαιότητας θα βρίσκονταν σήμερα σε ξένες χώρες. Η παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων άνοιξε το δρόμο στην Κρητική δημοσιογραφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το 1880 παρατηρείται στην Κρήτη ένας αληθινός δημοσιογραφικός πυρετός, με την ίδρυση και έκδοση για πρώτη φορά Ελληνικών εφημερίδων, με μαχητικούς δημοσιογράφους, που ριψοκινδύνευαν καθημερινά, απειλούμενοι με φυλακίσεις και εξορίες από τους Τούρκους. Αλλά τη θετική αυτή εικόνα ήλθε να σκιάσει το πάθος των κομματικών ανταγωνισμών.

Τη δεκαετία αυτή, η Κρήτη γνώρισε περίοδο κομματικών φατριασμών, που είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στην εσωτερική ενότητα του Χριστιανικού στοιχείου και στην ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Δύο μεγάλα κόμματα είχαν ιδρυθεί, οι Καραβανάδες και οι Ξυπόλυτοι, με διαφορετικές απόψεις και θέσεις για το Κρητικό Ζήτημα. Τα δύο αυτά κόμματα όξυναν τα πολιτικά πάθη, που πολλές φορές προκάλεσαν πράξεις βίας, καταστροφές και φόνους. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν τώρα να έχει λησμονηθεί μέσα στη δίνη των πολιτικών παθών. Το 1888 προβλήθηκε για μια ακόμη φορά η ιδέα της Αγγλικής προστασίας, που όμως απορρίφθηκε από τους περισσότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς.

Στην εφημερίδα «Λευκά Όρη», ο Ελευθέριος Βενιζέλος, νεαρός δικηγόρος τότε και ανατέλλων αστήρ στο πολιτικό στερέωμα της Κρήτης, έγραφε: «Προτιμώμεν χιλιάκις την Τουρκικήν κυριαρχίαν από πάσης Αγγλικής». Ήταν βέβαιο ότι η Τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη θα καταλυόταν γρήγορα, ενώ η αποτίναξη μιας ενδεχόμενης Αγγλικής κατοχής θα ήταν δύσκολη και ίσως αδύνατη και έτσι, ο εθνικός πόθος της Κρήτης δεν θα μπορούσε να βρει δικαίωση.


Η Επανάσταση του 1889 και οι Συνέπειες της
ώ οι πρώτες συνεδριάσεις της νέας Γενικής Συνέλευσης ξεκινούσαν μέσα σε κλίμα έντονης αντιπαράθεσης, αιφνιδίως οι πληρεξούσιοι των Καραβανάδων δήλωσαν ότι, θεωρώντας ως μόνη λύση την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αποφάσισαν να απόσχουν από τις εργασίες της συνέλευσης. Η απροσδόκητη και άκαιρη αυτή ενέργεια, η οποία έλαβε χώρα παρά τις προσπάθειες του Έλληνα προξένου στα Χανιά να την αποτρέψει, έθεσε τους Φιλελευθέρους ενώπιον δεινού διλήμματος, καθώς, αν αντιδρούσαν, κινδύνευαν να κατηγορηθούν για εθνική μειοδοσία.

Κατόπιν αυτού, παραμένοντας στη Γενική Συνέλευση, ψήφισαν με τη σειρά τους μια σειρά οικονομικών αιτημάτων, όπως την ενσωμάτωση των δασμών στον τοπικό προϋπολογισμό και την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας. Τότε η αντιπολίτευση, εγκαταλείποντας άρδην τα περί «Ένωσης», ζήτησε την αντικατάσταση του Γενικού Διοικητή Σαρτίνσκι Πασά και την ακύρωση όλων των πράξεων της Γενικής Συνέλευσης, ενώ παρόμοια αιτήματα υπέβαλε και το Κόμμα των Μπέηδων. Η Οθωμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε μεν τη μελλοντική σύσταση Τράπεζας, αλλά απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα, με την αιτιολογία ότι είχαν διατυπωθεί από συνάθροιση που δεν εκπροσωπούσε νομίμως τον τόπο.

Η εξέλιξη αυτή αποθάρρυνε αρχικά τους Καραβανάδες, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε η περαιτέρω εκβίαση των πραγμάτων. Μέσω της τρομοκράτησης των Μουσουλμάνων της υπαίθρου επιχείρησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα, ελπίζοντας να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ένοπλες συμπλοκές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά και μεταξύ Χριστιανών των αντιμαχόμενων μερίδων, ενώ άρχισαν και οι συνήθεις επιθέσεις του εξαγριωμένου Μουσουλμανικού όχλου κατά των Χριστιανών κατοίκων των πόλεων.

Προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, οι επικεφαλής των δύο χριστιανικών μερίδων κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία, καθώς οι Φιλελεύθεροι δέχθηκαν να συναινέσουν στο αίτημα αντικατάστασης του Πασά, υπό τον όρο της άμεσης διάλυσης των συναθροίσεων των Συντηρητικών. Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε το κοινό, πλέον, αίτημα και έσπευσε παύσει το Γενικό Διοικητή, οι ηγέτες της συντηρητικής παράταξης δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα. Η δυναμική των πραγμάτων τους είχε άλλωστε καταστήσει ομήρους των ένοπλων οπαδών τους που αρνούνταν κάθε συμβιβασμό, δίνοντας με τον τρόπο αυτό και την αφορμή στον εξοπλισμό παραστρατιωτικών Μουσουλμανικών ομάδων.

Ομάδων που ενέτειναν τη δράση τους εναντίον των Χριστιανών, των οποίων οι οικογένειες έσπευσαν για μια ακόμη φορά να καταφύγουν στην Ελλάδα. Μέσα σ' αυτό το κλίμα και ενώ η Ελληνική κυβέρνηση δήλωνε την πρόθεση της να επέμβει για την προστασία του Χριστιανικού πληθυσμού, ο νέος Οθωμανός Στρατιωτικός Διοικητής κήρυξε στρατιωτικό νόμο, κατορθώνοντας να περιορίσει τη δράση των αδιάλλακτων Μουσουλμάνων και να απωθήσει τους ένοπλους Χριστιανούς στα ορεινά, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες, ασχέτως κομματικής ένταξης -ανάμεσα τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος- διέφυγαν στην Ελλάδα (τον Οκτώβριο του 1889).

Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της «επανάστασης» του 1889 ήταν ότι έδωσε το πρόσχημα να καταργηθούν οι περισσότερες από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, κηρυσσόταν μεν θεωρητικά αμνηστία, αλλά εξαιρούνταν όσοι από τους αρχηγούς των επαναστατών είχαν ήδη καταδικαστεί, καθώς και τα πολιτικά πρόσωπα που θεωρήθηκαν πρωτεργάτες των «ταραχών». Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, αν και είχε σαφώς αντιταχθεί στα τελευταία γεγονότα, αναγνωριζόταν έτσι με τον επισημότερο τρόπο από τον αντίπαλο ως αδιαμφισβήτητη ηγετική προσωπικότητα του Κρητικού λαού.

Το 1888 είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων για τη Γενική Συνέλευση. Στις εκλογές αυτές κέρδισε το κόμμα των Ξυπόλυτων. Το κόμμα των Καραβανάδων, που υποστήριζε ότι οι εκλογές δεν είχαν διεξαχθεί ομαλά, αντέδρασε με τρόπο απροσδόκητο και απερίσκεπτο. Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Μαΐου 1889 κατέθεσε αιφνιδιαστικά σχέδιο Ψηφίσματος, με το οποίο κήρυττε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η πράξη κρίθηκε ευθέως ανατρεπτική, η Συνέλευση διαλύθηκε, τα στελέχη των Καραβανάδων κατέφυγαν στα βουνά και κήρυξαν νέα ένοπλη επανάσταση.

Η άκαιρη και επιπόλαιη αυτή ενέργεια είχε ολέθριες συνέπειες για το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και σημειώθηκαν βιαιοπραγίες και ληστρικές ενέργειες σε βάρος του άμαχου Χριστιανικού πληθυσμού. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη, με το πρόσχημα ότι κινδυνεύουν στην Κρήτη οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, ανακάλεσε τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας (17 Δεκεμβρίου 1889). Στην Κρήτη επανήλθε η τρομοκρατία περασμένων καιρών και επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία.

Η Ιδέα της Μεταπολίτευσης και η Επανάσταση του (1895 - 1896)
Η πενταετία 1889 - 1894 χαρακτηρίζεται ως η πιο ζοφερή περίοδος της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η προσωπική ελευθερία, η περιουσία και η τιμή των Κρητών ήταν στη διάκριση των εξαγριωμένων ατάκτων Οθωμανών (Βασιβουζούκων), που μαζί με φανατισμένους Τουρκοκρητικούς δημιούργησαν παντού κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Οι νυκτερινές επιθέσεις σε χωριά, οι διώξεις των κληρικών, οι δολοφονίες και οι βεβηλώσεις ναών και μοναστηριών ήταν φαινόμενο καθημερινό. Την περίοδο αυτή της μεγάλης αναρχίας γεννήθηκε η ιδέα της «Μεταπολιτεύσεως», δηλαδή ενός καθεστώτος αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και υπό την προστασία των Μ. Δυνάμεων.

Εμπνευστής της ιδέας αυτής ήταν ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος, ο οποίος πίστευε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και έπρεπε να μεθοδευτούν λύσεις άλλου τύπου, δηλαδή ενός καθεστώτος προσωρινού, που θα αποτελούσε το προστάδιο για την οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τις ιδέες αυτές φαινόταν να ασπάζεται και ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά. Ένα υπόμνημα του Κούνδουρου, υποβλήθηκε στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τρία ήταν τα κύρια σημεία του υπομνήματος:

Να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στον σουλτάνο, έναντι 15.000 Οθωμανικών λιρών ετησίως.
Να διορίζεται Χριστιανός διοικητής με πενταετή θητεία, χωρίς να έχει ο σουλτάνος δικαίωμα να τον παύσει ή να τον αντικαταστήσει.
Να επαναχορηγηθούν με ουσιώδεις βελτιώσεις όλα τα προνόμια του Χάρτη της Χαλέπας, που είχαν ανακληθεί μετά την επανάσταση του 1889.


Η πράξη αυτή θεωρήθηκε ευθέως επαναστατική ενέργεια και ο Γενικός Διοικητής διέταξε να συλληφθούν οι αρχηγοί της «Μεταπολιτεύσεως». Έτσι άρχισε η νέα και τελευταία περίοδος των κρητικών επαναστάσεων, οι οποίες οδήγησαν το Κρητικό Ζήτημα στη λύση του. Οργανώθηκε πάλι στην Κρήτη η «Γενική Επαναστατική των Κρητών Συνέλευσις» και ανασυστάθηκε στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή». Οι βιαιότητες που είχαν διαπραχθεί σε βάρος των Χριστιανών είχαν προκαλέσει μεγάλη ένταση και φανερή διάθεση αντεκδικήσεων από μέρους των επαναστατών.

Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι Μ. Δυνάμεις επενέβησαν και ανάγκασαν την Τουρκία να παραχωρήσει ένα νέο «Οργανικό Νόμο», που προέβλεπε την επαναφορά του Χάρτη της Χαλέπας, με βελτιώσεις των προνομίων. Ο νέος αυτός κανονισμός παρείχε για πρώτη φορά στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα επέμβασης, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες.

Προς την Αυτονομία - Οι Επαναστάσεις του (1895 - 1897)
Τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκαν οι αυθαιρεσίες της Οθωμανικής εξουσίας, ενώ οι χριστιανοί αρνούνταν στην πλειονότητα τους να δεχθούν διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ή να συμμετάσχουν στις εκλογές. Ανάλογη στάση κράτησε και ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στα Χανιά τον Μάιο του 1890 και έκτοτε παρέμεινε, για μια πενταετία περίπου, μακριά από την ενεργό πολιτική. Στο διάστημα αυτό ασκούσε τη δικηγορία, ενώ παντρεύτηκε τη Μαρία Κατελούζου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά (τον Κυριάκο και τον Σοφοκλή). Ο θάνατος της συζύγου του κατά το δεύτερο τοκετό, το 1894, αποτέλεσε σκληρό πλήγμα.

Τον Μάρτιο του 1895 τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή ο Καραθεοδωρή Πασάς, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τους Χριστιανούς να αποστείλουν αντιπροσώπους στη Γενική Συνέλευση. Παρά το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είδε ευνοϊκά τις προσπάθειες του Καραθεοδωρή, δεν έλαβε μέρος σε εκείνες εκλογές, ευρισκόμενος ακόμα υπό την επήρεια του προσωπικού του δράματος. Σύντομα όμως η κατευναστική πολιτική του Καραθεοδωρή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς οι μεν αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες, οι δε Χριστιανοί προέβησαν σε αντεκδικήσεις.

Ενώ ο Πασάς διέλυε θορυβημένος τη Γενική Συνέλευση, ένας Σφακιανός δικαστικός, ο Μανούσος Κούνδουρος, πρωτοστατούσε στη συγκρότηση μιας Επιτροπής που ονομάστηκε Μεταπολιτευτική, ζητώντας την παραχώρηση μερικής αυτονομίας στην Κρήτη υπό χριστιανό Διοικητή και την επαναφορά των προνομίων της Χαλέπας σε βελτιωμένη μορφή. Ήταν η πρώτη φορά που μια εξέγερση δεν ξεκινούσε με το πάγιο αίτημα της «Ένωσης», αλλά έθετε εξαρχής μεταρρυθμιστικούς στόχους. Παρόλ' αυτά, η δράση της θεωρήθηκε επαναστατική και ο Καραθεοδωρή ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1896.

Η γενική αμνηστία που προσφέρθηκε δεν βρήκε ανταπόκριση και οι εχθροπραξίες επεκτάθηκαν. Κατόπιν αυτού, στάλθηκε ως νέος Διοικητής ο Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς. Στις 31 Ιουλίου 1896, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρήθηκε νέος Οργανικός Νόμος, που προέβλεπε το διορισμό Χριστιανού Διοικητή με την έγκριση των Δυνάμεων, τη συγκρότηση Κρητικής Χωροφυλακής με Ευρωπαίους οργανωτές και την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων από ντόπιους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους σε αναλογία 2:1. Παράλληλα, χορηγούνταν εγγυήσεις δικαστικής και οικονομικής ανεξαρτησίας. Ο νέος Οργανισμός κατασίγασε προς στιγμή τα πάθη· δεν άργησε όμως να προκύψει νέο αδιέξοδο.

Οι αδιάλλακτοι Μουσουλμάνοι της νήσου, σε συνεργασία με σκληροπυρηνικούς κύκλους της Οθωμανικής κυβέρνησης, υπονόμευσαν το νέο καθεστώς, δημιουργώντας ένα κλίμα τρομοκρατίας, που επιδεινώθηκε ραγδαία από τις μαζικές σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων και τις πυρπολήσεις Χριστιανικών συνοικιών, καθώς και τις μεμονωμένες δολοφονίες Χριστιανών παραγόντων. Και ενώ οι Χριστιανοί συγκροτούσαν επίσης ένοπλα σώματα και οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν τρόπους εξόδου από την κρίση, καταλήγοντας στην απόφαση διεθνούς επέμβασης, η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να τους προλάβει με την κατάληψη της νήσου.

Έτσι, τη νύκτα της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου 1897, Ελληνικά μεταγωγικά αποβίβασαν στο Κολυμπάρι της Δυτικής Κρήτης εκστρατευτικό σώμα 15.000 ανδρών. Σχεδόν ταυτοχρόνως, Ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία αποβίβαζαν αγήματα, με τη σύμφωνη γνώμη της Υψηλής Πύλης, δηλώνοντας ότι λαμβάνουν υπό την προστασία τους τις πόλεις και το λιμάνι της Σούδας και ότι θα αντιπαρατεθούν με τις Ελληνικές δυνάμεις, αν αυτές επιχειρούσαν κατάληψη τους.

Κατόπιν διαβουλεύσεων, οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξαν σε κοινή διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Κρήτη δεν ήταν δυνατό προς το παρόν να προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αλλά μπορούσε να κηρυχθεί αυτόνομη, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση να αποσυρθούν τα Ελληνικά στρατεύματα. Η αρνητική απάντηση της Αθήνας, που ελήφθη υπό την πίεση των αδιάλλακτων και της κοινής γνώμης, χωρίς καμιά στρατιωτική ή διπλωματική προετοιμασία, επρόκειτο να οδηγήσει στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που έμεινε γνωστός υπό τη μάλλον εξωραϊστική επωνυμία «ατυχής».

Ταυτόχρονα, όμως, επέσπευσε την εξέλιξη των γεγονότων στην Κρήτη, οριστικοποιώντας την απόφαση διεθνούς κατοχής της νήσου και την ανακήρυξη της σε αυτόνομη ηγεμονία, θέτοντας έτσι de facto τέρμα στην επί τρεις και πλέον αιώνες κατοχή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Ιανουαρίου του 1897, ο Βενιζέλος βρισκόταν στην ύπαιθρο των Χανίων, έχοντας πλέον αποφασίσει τη συμμετοχή του στις επόμενες εκλογές. Βλέποντας από μακριά τον καπνό από την πυρπολημένη πόλη, έλαβε ίσως την πιο κρίσιμη απόφαση της πολιτικής του σταδιοδρομίας.



Εγκαταλείποντας τη μέχρι τότε μετριοπάθεια και το δισταγμό του για τις ένοπλες εξεγέρσεις, ενώθηκε με μια ομάδα χριστιανών που κατέλαβε το Ακρωτήρι, κηρύσσοντας, για άλλη μια φορά, την «Ένωση». Χάρη στις γνώσεις και τις ικανότητες του, αλλά και στη γενναιότητα που επέδειξε κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, γρήγορα αναδείχθηκε ως ο βασικός εκπρόσωπος των επαναστατών στις λεπτές διαπραγματεύσεις με τους ξένους ναυάρχους και διπλωμάτες, ενώ παράλληλα διατηρούσε επαφή και με τους Έλληνες αξιωματικούς του εκστρατευτικού σώματος που είχε αποβιβαστεί στο νησί.

Ο ρόλος του υπήρξε αποφασιστικός και του εξασφάλισε μια θέση στη μεταβατική Εκτελεστική Επιτροπή, που ανέλαβε να διαχειριστεί τα πράγματα ως την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της αυτονομίας. Η οριστική επανάκαμψή του στην κεντρική πολιτική σκηνή ήταν πλέον γεγονός.

Οι Τελευταίες Επαναστάσεις (1897 - 1898)
Η αντίδραση του ντόπιου Μουσουλμανικού στοιχείου, και κυρίως των Τουρκοκρητών και των ατάκτων (Βασιβουζούκων), στην εφαρμογή του νέου Οργανισμού ήταν και πάλι βίαιη. Μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, οι επαναστάτες των Χανίων, μεταξύ των οποίων ηγετική θέση είχε ήδη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, υπέγραψαν, στο Ακρωτήρι, Ψήφισμα (25 Ιανουαρίου 1897), με το οποίο κήρυτταν την κατάλυση της Τουρκικής κατοχής της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα και καλούσαν το βασιλιά Γεώργιο Α' να καταλάβει το νησί. Παρόμοια ψηφίσματα υπέγραψαν αμέσως και υπέβαλαν στις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης όλες οι επαναστατικές οργανώσεις της Κρήτης.

Σε λίγες ημέρες η επανάσταση είχε γενικευθεί και ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν σε επαναστατικό πυρετό, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος». Ο διορισμός του Άγγλου Μπορ, ως αρχηγού της Κρητικής χωροφυλακής, ήταν μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να δείξει ότι σέβεται τις διεθνείς συνθήκες, αλλά η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παράλληλα με τον επαναστατικό αναβρασμό, κορυφώθηκε και η διπλωματική κίνηση για το Κρητικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επέμβουν στην Κρήτη, για την προστασία του άμαχου πληθυσμού, σύμφωνα με τον ισχύοντα Οργανικό Νόμο.

Η Ελληνική Κυβέρνηση, έπειτα από μια περίοδο αναποφασιστικότητας, έσπευσε και αυτή να προλάβει την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων και πήρε την απόφαση να αποστείλει στην Κρήτη στρατεύματα και να την καταλάβει στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων. Η επιχείρηση ανατέθηκε στο συνταγματάρχη του πυροβολικού Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κρήτη την 1η Φεβρουαρίου 1897 και με προκήρυξη προς τον Κρητικό Λαό ανακοίνωσε την κατοχή της Κρήτης από τον ελληνικό στρατό, την κατάλυση των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εφαρμογή του Ελληνικού συντάγματος και της Ελληνικής νομοθεσίας.

Η νέα αυτή τροπή των πραγμάτων εξόργισε τις Μ. Δυνάμεις, οι οποίες έσπευσαν να αποκλείσουν τα Κρητικά παράλια και να αποβιβάσουν στρατιωτικά αγήματα στα Χανιά. Η Κρήτη τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα υπό διεθνή προστασία. Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων και των επαναστατών ανάγκασαν τις Μ. Δυνάμεις να επέμβουν, προτείνοντας για πρώτη φορά επίσημα τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897). Όμως, τόσο οι Κρήτες πολιτικοί και στρατιωτικοί αρχηγοί, όσο και η ελληνική κυβέρνηση την απέρριψαν κατηγορηματικά.

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η Λύση της Αυτονομίας
Η ενεργός ανάμειξη της Ελλάδας στην επανάσταση της Κρήτης ήταν η αφορμή του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου) και το Κρητικό όνειρο για την ένωση φάνηκε να διαψεύδεται για μια ακόμη φορά. Έτσι, οι ηγέτες των Κρητών αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις λύση της αυτονομίας, την οποία ως τότε απέρριπταν κατηγορηματικά. Τα πιο ακανθώδη σημεία στην πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν η μορφή του νέου πολιτεύματος και, κυρίως, το πρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα.

Οι Κρήτες ζητούσαν να είναι Ευρωπαίος «διότι μόνον Ευρωπαίος Κυβερνήτης θα κέκτηται και εξωτερικός το αναγκαίον κύρος, όπως υποστηρίξη τελεσφόρως την αυτονομίαν τον τόπου κατά ενδεχομένην επέμβασιν και επιβουλήν της Πύλης». Στο πρόσωπο όμως κοινής αποδοχής από την Ευρώπη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οι Μ. Δυνάμεις, και έτσι πρότειναν και επέβαλαν ως Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου Α' της Ελλάδας. Τα όπλα είχαν πλέον σιγήσει, αλλά δεν είχαν κατατεθεί. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις των Ναυάρχων των Μ. Δυνάμεων για αφοπλισμό.

Οι Κρήτες έθεταν ως απαράβατο όρο και προϋπόθεση την απομάκρυνση από την Κρήτη του Τουρκικού στρατού, ο οποίος ήταν το σύμβολο της Τουρκικής κατοχής αλλά και το στήριγμα των ατάκτων και των Τουρκοκρητών. Η Κρήτη τέθηκε υπό διεθνή προστασία με διανομή των περιφερειών της μεταξύ των Δυνάμεων. Την περιοχή των Χανίων ανέλαβαν Γάλλοι, του Ρεθύμνου Ρώσοι, του Ηρακλείου Άγγλοι και του Λασιθίου Ιταλοί.

Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κρήτης εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των επιμέρους θεμάτων της διοίκησης του νησιού, σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους επαναστατικές επιτροπές και υπό την εποπτεία και την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρόβλημα ήταν η ομαλή μετάβαση της εξουσίας στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή.

ΠΗΓΕΣ :
http://greekworldhistory.blogspot.com/2015/06/blog-post.html
helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/8765/1/LK_2010_01_TEXT.pdf
https://anemourion.blogspot.com/2018/02/blog-post_354.html
https://www.cretalive.gr/history/to-krhtiko-zhthma-h-chartopaiksia-kai-h-dolofonia-toy-prothypoyrgoy
https://www.youtube.com/watch?v=I2UwbNeG6ZI
https://www.youtube.com/watch?v=V5W4Uzup6_k
http://paradosiakos.blogspot.com/2015/07/blog-post_148.html
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C102/79/648,2411/
http://dis.army.gr/sites/dis.army.gr/files/unmanaged/pdf/KRHT_ZHTHM_1896_1909_MEG_DYNAM.pdf
http://anemourion.blogspot.gr/2015/03/blog-post_632.html
http://www.kritesegaleo.gr/enose-tes-kretes-me-ten-ellada
https://averoph.wordpress.com/2014/11/09/%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%8D%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85-9-%CE%BD%CE%BF%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85/
http://www.chania.gr/city/history-city/cretan-polis.html
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/Istoria_c/c-04-21.htm
https://en.calameo.com/read/002215507698bdaddb2fb

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.