Μαντινάδες δια την Κρήτη και τη Λεβεντιά

Μαντινάδες δια την Κρήτη και τη Λεβεντιά

Για την Κρήτη

Κρήτη σ΄αρπάξανε πολλοί μα τους κατάπιες όλους:
Ρωμαίους, Τούρκους, Βενετούς κι Αραβες αιμοβόρους.

Οντέ χορεύει ο Κρητικός δείχνει την αντρειγιά του
τη αρχοντιά, τη λεβεντιά και την παλικαριά του.

Τα κρητικά τα χώματα όπου και να τα σκάψεις
αίμα παληκαριών θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις

Κρήτη θα πει παλικαριά, θα πει  λεβεντοσύνη,
Κρήτη θα πει φιλότιμο, αγάπη και γαλήνη.

Στην Κρήτη εγενήθηκε η δόξα, η ανδρεία,
η λευτεριά, η λεβεντιά και η φιλοξενία.

Όλος ο κόσμος απ΄ τη μια κι η Κρήτη απ΄ την άλλη
Ω την πατέρμη ζυγαριά, στην Κρήτη γέρνει πάλι.

Ο Έρωτας και η λευτεριά στην Κρήτη κατοικούνε
Γιατί ο τόπος τους φελά κι όλο το χρόνο ανθούνε.

Τη λευτεριά ρωτήσανε ποιας μάνας είναι γέννα
και είπε πως την εγέννησε το Κρητικό το αίμα.

Κρήτη θα πει επανάσταση με μάχες και αγώνες.
Κι αντίσταση για λεφτεριά σε όλους τους αιώνες.

Δυο μάνες έχω εγώ σε τούτο τον πλανήτη,
η μια ναι που με γέννησε και η άλλη είναι η Κρήτη.

Ο κρητικός στην ξενιτιά οντε σκεφτεί τη Κρήτη
Ωσάν τα χιόνια στα βουνά τονε σκεπάζει η λύπη.

Χανιώτικες μαδάρες μου, κορφή του Ψηλορείτη
και Λασιθιώτικα βουνά, γεια σου παντέρμη Κρήτη

Κρήτη την ιστορία σου, όποιος τηνε διαβάσει
αν είναι φίλος θα χαρεί, αν είναι εχθρός θα σκάσει.

Κρήτη πατρίς του Μίνωα του Βενιζέλου η μάνα
Χωρίς σε σένα δεν κτυπά της λευτεριάς καμπάνα.

Χίλιω λογιώ οι ομορφιές σε τούτω τον πλανήτη
μα όλες μαζί δεν κάνουνε  ένα ψιχάλι Κρήτη!

Ήθελα μόνο μια στιγμή της θάλασσας να μοιάσω,
Για να μπορέσω ολόκληρη την Κρήτη ν’ αγκαλιάσω.

Ο Κρητικός το αίμα του μελάνι το ‘χει κάνει
Σφραγίδα και υπογραφή στη λευτεριά να βάνει.

Κρήτη, με τα ψηλά βουνά, με τσ' εύφορες πεδιάδες,
τσι ρίμες, τα ριζίτικα και με τσι μαντινάδες.

Κρήτη, πατρίς του Μίνωα του Βενιζέλου μάνα
χωρίς εσένα δεν χτυπάτση λευτεριάς καμπάνα.

Ότι και να 'χει ο Κρητικός με λόγια δεν το λέει,
με μαντινάδες χαίρεται, με μαντιναδες κλαίει!

Μες τη ματιά του κρητικού βλέπεις τον ψηλορείτη
στο πρόσωπό του φαίνεται ζωγραφισμένη η κρήτη.

Να 'μουν γερακι στα Σφακια αετος στον Ψηλορειτη
για να θωρω απο ψηλα την ομορφια σου Κρητη.

Μεγάλη έχει διαφορά η κρήτη απ' τσ'άλλους τόπους,
γιατί έχει αντάρτικη ψυχή και κουζουλούς ανθρώπους.

Όσοι κρατήσαν το σπαθί και πέσαν για την Κρήτη
ο Χάρος τσι ξεχώρισε δώρο στο Ψηλορείτη.

Κρήτη λεβεντογέννα μου τσ' άντρες, τσι ομορφιές σου
τσι κοπελιές τσι όμορφες τσι πράσινες τσ' ελιές σου.

Της Σαμαριάς το πέρασμα και τ' ομαλού τα μέρη
αυτά τα μέρη όποιος δε δει την Κρήτη δεν την ξέρει.

Η Κρήτη πάντα θα γεννά οπλαρχηγούς κι αντάρτες
μαυροποκαμισάριδες και μερακλήδες άντρες.

Δυο φιλαράκια έρωντα  από το Ψηλορείτη,
φορώ το μπέτη και γρικώ  τη μυρωδιά σου Κρήτη!

Αρμύρα, νιότη κι' Άνοιξη, θάλασσα, όρη κι άστρα,
γλεντούνε στο δοξάρι σου Κρήτη μου ξελογιάστρα.

Η Κρήτη όπου βγάζει νερό, βγάζει και παλικάρια,
για να ξεπλένουν σαν βαφτούν με αίμα τα κοντάρια!

Τραγούδι κάνει ο Κρητικός κάθε χαρά και πόνο, 
και λέει ό,τι αισθάνεται με μαντινάδες μόνο.

Χαίρομαι που είμαι Κρητικός και όπου σταθώ το λέω
με μαντινάδες χαίρομαι με μαντινάδες κλαίω.

Για τη Λεβεντιά

Απού’ναι νιος και δε πετά, σαν του βοριά τα νέφη,
ήντα τη θέλει τη ζωή. Στον κόσμο να την έχει.

Όποιος δεν είναι μερακλής, πρέπει του να πεθάνει
γιατί στον κόσμο τούτονέ , μόνο τον τόπο πιάνει.

Μοίρα μ’ εκαταδίκασες, μα δε σ΄υπολογίζω.
Εσύ μου στέλνεις βάσανα, μα’ γω μ’ αυτά γλεντίζω !

Φτερά δεν έχω να πετώ, πάντα ψηλά όμως θα’ μαι.
Γατί δεν έχτισα ποτέ, τα όνειρα μου χάμαι.

Εγώ’  μαι τση βροντής παιδί και τσ’ αστραπής εγγόνι.
Σα θέλω αστράφτει και βροντά, σα θέλω ρίχνει χιόνι.

Στο μεταρίζι τσ’ αθρωπιάς , και τση τιμής το χρέος
εκειά θα’ στέκω όρθιος κα ας είμ’ ο τελευταίος.

Όποιος  δεν είναι μερακλής και στ’ άρματα τεχνίτης,
δε πρέπει του να κατοικεί, εις το νησί τση Κρήτης!

Καράβι κάνε τη καρδία τη πεθυμία κατάρτι
Και καπετάνιο βάλε τση το νου σου τον αντάρτη.

Δώρο τη δίνει ο Θεός στο μερακλή τη χάρη
γι' αυτό και δε μπορεί κανείς άλλος να του την πάρει.

Όποιος πουκάμισο φορεί που'χει τση νύχτας χρώμα
δε τόνε νοιάζει ο θάνατος κι ανε βρεθει στο χώμα.

Οι μερακλήδες τόχουνε και ξέρουν πως γλεντούνε
ξέρουνε πως πεθαίνουνε μα ξέρουνε και να ζούνε.

Για αυτό στόν ίδιο το Θεο παράκληση θα κάμω
μην τση πειράζει όσους γλεντούν στόν κόσμο τον απάνω.

Μαντινάδες δια την Κρήτη και τη Λεβεντιά Κρήτη σ΄αρπάξανε πολλοί μα τους κατάπιες όλους: Ρωμαίους, Τούρκους, Βενετούς κι Αραβες αιμοβόρους

Ετικέτες

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.