Μαντινάδες Για τον Πόνο




Για τον Πόνο

Χωρίς ελπίδα σ΄αγαπώ, πονώ και σε λατρεύω
σαν το θεό που δεν θωρώ κι όμως τονε πιστεύω!


Τα μαύρα ρούχα του σεβντά μπάλωμα δεν τα πιάνει,
γιατί τα τρώει ο στεναγμός εκείνου που τα βάνει.


Σε τι διαφέρει του νεκρού, απ΄το δικό μου σώμα;
Εμένα λιώνει ζωντανό και κείνου μες το χώμα!


Ζευγάρι στέλνω τα πουλιά που ανέ χαθεί το ένα
να ' ρθει το άλλο να σου πει πόσο πονώ για σένα.


Κάθε πρωί απού ξυπνώ, τα μαύρα ρούχα βάνω,
γιατί κηδεύω τα όνειρα που κάθε βράδυ κάνω.


Χτυπά την πόρτα η χαρά μα δε τη ξεκλειδώνω
γιατί έχω μάθει μια ζωή παρέα με τον πόνο.


Το να πονάς και το λες αυτό δεν είναι πόνος
ο πόνος είναι να πονάς και να το ξέρεις μόνος.


Κάθε που κάνω τη καρδιά δώρο, το μετανιώνω
γιατί μου τη γυρίζουνε πίσω γεμάτη πόνο.


Του χωρισμού μας την πληγή ποτέ δεν την γιατρεύω
θέλω να ζω και να πονώ, για κάτι που λατρεύω.


M' ένα φτερό δε πέταξε ποτέ πουλί κανένα
και 'χω σπασμένα και τα δύο κι όμως πετώ για σένα.


Επρόσθεσες μου στην καρδιά έναν ακόμη πόνο
και αν γελώ κι αν τραγουδώ εγώ το ξέρω μόνο.


Και ο κότσιφος που 'ναι πουλί και κείνος έχει πίκρα
γι 'αυτό του τάδωσε ο Θεός τα μαύρα και φορεί τα..


Πάρε μου Θεέ μου την ζωή για δε βαστώ τον πόνο,
να λυτρωθώ από τον σταυρό τσ' αγάπης που σηκώνω!


Μόλις τελειώσει ένας καημός, χίλιοι καημοί γλακούνε
και καρτερούνε τη στιγμή μες στην καρδιά να μπούνε.


O κόσμος ζει με τσι χαρές, μα γω δεν τσι γνωρίζω
μόνο ξυπνώ με βάσανα και με καημούς γλεντίζω.


Χριστός Ανέστη κι Αληθώς όλος ο κόσμος κράζει,
μα εγώ είμαι απάνω στο σταυρό και ποιός με κατεβάζει..


Θε μου και γιάντα με χτυπάς ήντα'χω 'γω απ'τσ'άλλους
κι αλύπητα μου τσι πετάς τσι πόνους τσι μεγάλους


Στη βρύση πάω για νερό, σκύφτω να πιώ, στερεύει,
στον ήλιο για να ζεσταθώ, στέκω, μα βασιλεύει!


Ως πότε Θε μου δα θωρείς τα μάτια μου να κλαίνε,
που προσευχές όλο για σε τα δυο μου χείλη λένε.


Φονιά του ονείρου θα σε πω, πάλι ζηλιάρη ήλιε
γιατί 'ρθες και με ξύπνησες την ώρα που μου 'μήλιε.


Οτι μ' αρέσει κι αγαπώ, είναι στα ξένα χέρια
γι' αυτό και με τη τύχη μου, είμαστε στα μαχαίρια.


Δεν έχει μεγαλύτερο νοιώσει η καρδιά μου πόνο
σ΄ άλλη αγκαλιά να τη θωρώ να τη 'ποκαμαρώνω


Μια μέρα λείπεις και θαρρώ, πως είναι δέκα χρόνοι
κ' έγινε η απουσία σου, φονιάς και με σκοτώνει.


Όλος ο κόσμος ξαστεριά και καλωσύνη έχει,
μα στην παντέρμη μου καρδιά χιονίζει κι όλο βρέχει!


Δεν την αφήνω τη πληγή, που μ' άνοιξες να γειάνει
γιατί 'ναι το μοναδικό, δώρο που μου 'χεις κάνει


Σαν εφιάλτης έρχονται, όλα τα περασμένα
μαρτύριο εκατάντησε τούτη η ζωή για μένα


Μη περιμένεις από 'με, χαρά να σου χαρίσω
γιατί και ΄γω την έχασα προτού να τη γνωρίσω


Πάντα τσι δίνεις τσι καρδιάς, πόνο που δε σηκώνει
μα σε μπαξέ χωρίς νερό, λουλούδι δε φυτρώνει


Τις ώρες που 'μαι μοναχός, κλαίω να μη με δούνε
γιατί αν κλάψω φανερά πολλοί θα το χαρούνε


Είναι σκληρό να καρτερείς, χρόνια χαρές να 'ρθούνε
και να θωρείς τριγύρω σου, αλλού να τσι πετούνε


Πάντα στους δυνατούς ο Θιος τα βάσανα τα δίνει
γιατί στ'ς αδύνατους ποτέ δεν έχει εμπιστοσύνη


Με το μαράζι μια ζωή, είμαι και τυρανούμαι
ότι αγαπώ μου πέρνουνε κι ότι αγαπώ στερούμαι.


Ω τη παντέρμη τη χαρά, κακόπιαστο φυντάνι
χίλιες φορές το φύτεψα κι ένα βλαστό δε βγάνει


Πρέπει να βγάλουν Άγιο, πόνο να τονε λένε
να δεις μπροστά στη χάρη του, πόσες καρδιές θα κλαίνε


Μέσα στου πόνου το μπαξέ, χαρά ποτέ δε βγαίνει
κι αν βγει την πνίγουν οι καημοί που είναι φυτρωμένοι


Όλου του κόσμου οι χαρές στη πόρτα μου να 'ρθούνε
δεν την ανοίγω σε καμιά γιατί με ξεγελούνε.


Τόπος που κάνει αντίλαλο, πληθαίνει το καημό μου
γιατί γροικώ δυο τρεις φορές τον αναστεναγμό μου


Εγώ γνωρίζω τη χαρά ζωγραφισμένη μόνο
γιατί 'χω συμφωνητικό μονάχα με τον πόνο


Φύγετε σύννεφα από μπρος, ο ήλιος να προβάλλει
για δε μπορώ να τη θωρώ τη καταχνιά σας πάλι


Εμένα με 'φερε ο Θιος, για ένα σκοπό και μόνο
να δοκιμάζει απάνω μου κάθε καινούργιο πόνο


Όταν πονείς να μου το λες, το δάκρυ εγώ να βγάνω
γιατί αν δω τα μάτια σου κλαμένα θα πεθάνω.


Δεν περιμένω Ανάσταση, ούτε Λαμπρής ημέρα
γιατί εγώ 'χω άνθρωπο κι όχι Θεό πατέρα.


Ποιος είδε άντρα ευαίσθητο, στο χωρισμό να κλαίει
να βγάνει η πέτρα εμιλιά και σώπα να του λέει


Κάμε Χριστέ μου οι χαρές, με τον καινούργιο χρόνο
να 'ναι πληθώρα να μπορούν, να διώχνουνε τον πόνο.


Μια ασκιανάδα μου κλουθά κι όπου βρεθώ δε λειάζει
ο στεναγμός μου σύννεφο, κάνει και με σκεπάζει


Αδερφομοίρη στους καημούς, η μοίρα μου με βάνει
κι όταν μοιράζει τσι χαρές απόπαιδο με κάνει.

Χωρίς ελπίδα σ΄αγαπώ, πονώ και σε λατρεύω σαν το θεό που δεν θωρώ κι όμως τονε πιστεύω! Τα μαύρα ρούχα του σεβντά μπάλωμα δεν τα πιάνει, γιατί τα τρώει ο στεναγμός εκείνου που τα βάνει

Ετικέτες

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.